Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο: "Νότες και Λέξεις...Λόγια και Σκέψεις..." του χωριανού μας Δονάτου Ζκέρη
[Πέμπτη, 29 Ιουλίου 2010]
Μόνο η άγρια φύση μοιάζει να απολαμβάνει τα απομεινάρια του χωριού μου φροντίζοντας χρόνο με τον χρόνο να αγκαλιάζει με δέντρα και χόρτα τα παρατημένα σπίτια, την πλατεία της Παλιακούλας, τις τρεις εκκλησίες του χωριού και την παραδοσιακή μας βρύση, την Μπιτσινάρα.
Σε αυτό το χωριό, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου, ήταν και η πρώτη φορά που είδα τον φούρνο της γιαγιάς μου.
Τον φούρνο τον είχαν φτιάξει στην μπροστινή αυλή του σπιτιού ακριβώς δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στο κατώι και απέναντι από τον σωρό με τα ξύλα. Για να πας στον φούρνο έπρεπε να κατέβεις τρία σκαλάκια τα οποία ήταν συνήθως γεμάτα κλαδάκια και πεσμένα φύλλα.
Το σχήμα του ήταν σαν το πάνω μέρος ενός αβγού που το είχαν κόψει στην μέση και μπροστά στην μικρή πορτούλα που χρησίμευε για να βάζει και να βγάζει η γιαγιά τα ξύλα και τα ταψιά υπήρχε τοποθετημένο ένα κομμάτι λαμαρίνας το οποίο κράταγαν στην θέση του ένα τούβλο και ένα μικρό κομμάτι ξύλο.
Η γιαγιά μου η Ευγενία, η Αηδόνοβα όπως την φώναζαν στο χωριό, ήταν ο ορισμός της ηπειρώτισσας γιαγιάς. Μικροκαμωμένη, μαυροφορεμένη, με το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι της και μονίμως ακούραστη και αεικίνητη. Όταν δεν την έβρισκες μπροστά από τον φούρνο της να ψήνει πίτες και σκληρό χωριάτικο ψωμί την έβρισκες στον κήπο κάτω από το σπίτι να φροντίζει τα καλαμπόκια της ή να μαζεύει με το φτυάρι τις χελώνες για να μην της τρώνε τα ζαρζαβατικά.
Την πρώτη φορά που την συνάντησα ήταν στο χωριό όταν είχαμε πρωτοέρθει από την Αμερική. Μικρό παιδί εγώ τότε, έλεγα χωρίς να το σκεφτώ ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι.
-Μαμά! Τι λέει η γιαγιά; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Θέλω λεξικό για να την καταλάβω, έλεγα προκαλώντας τα γέλια των γύρω μου.
- Ούι ζγούρι μου,ούι νιαγρέλι μου, ήταν η απάντηση της γιαγιάς και ακολουθούσε πάντα μία αγκαλιά και ένα φιλί στο μάγουλο.
Αργότερα όταν έμαθα να συνεννοούμαι με την γιαγιά πήρα θάρρος και δεν άργησα να έχω απαιτήσεις.
-Γιαγιά, γιαγιά θα μου φτιάξεις μακαρονόπιτα να φάω;
Δεν προλάβαινα να το πω και η πίτα έβγαινε ζεστή ζεστή από τον φούρνο με τα ξύλα.
Όταν έβγαινε η πίτα τα πάντα σταματούσαν. Στην αρχή άκουγες μόνο το τσιτσίρισμα από τα ξύλα.
Κι όταν η γιαγιά άνοιγε την πορτούλα του φούρνου και ο καπνός άρχιζε να βγαίνει από μέσα σε χτυπούσε μία μυρωδάτη ζέστη που έκανε σιγά σιγά τα σάλια σου να τρέχουν.
Η πίτα έβγαινε από τον φούρνο πάνω στο ξύλινο φτυάρι της γιαγιάς και εμείς τα παιδιά απλά περιμέναμε κάποια από τις μανάδες να την κόψει για να αρχίσουμε να τρώμε.
Ακόμα και σήμερα όσους τόπους και να έχω γυρίσει, όσες γεύσεις και να έχω δοκιμάσει δεν έχω βρει πιο νόστιμο φαγητό από την μακαρονόπιτα της γιαγιάς. Όσες πίτες και να έχω φάει ξέρω πως η πίτα της γιαγιάς ήταν μία και μοναδική.
Ξέρω επίσης πως δεν πρόκειται να την ξαναδοκιμάσω.
Γιατί η γιαγιά μου έφυγε.
Πήγε να ξεκουραστεί.
Πήγε να βρει τον παππού μου τον Αηδόνη.
Τον Παναγιώτη, τον Γιώργο, τον Γιάννη, τον Τάκη, την Μάτω, την Χρυσούλα, την Ευγενία, την Μαρία, τον Αλέξη, τον Σωτήρη, τον Δονάτο (Αηδόνη), τον Αντώνη και όλα τα άλλα παιδιά που έχουν φάει τόσες φορές από την πίτα της γιαγιάς και έχουν παίξει κολτσίνα στο κρεβάτι του παππού δίπλα στο τζάκι ακούγοντας ιστορίες από τον πόλεμο.
Σε ευχαριστώ γιαγιά για τις πίτες!
Σε ευχαριστώ παππού για το όνομα!
[Πέμπτη, 29 Ιουλίου 2010]
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών παιδί όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο χωριό. Από τότε, και μέχρι πριν από μερικά χρόνια που μας άφησε ο παππούς ο Αηδόνης, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ανυπομονούσα να πάω στο χωριό μου.
Το χωριό μου - Γλούστα για τους ντόπιους, Κεφαλοχώρι για τους χάρτες - βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου πολύ κοντά στα σύνορα με την Αλβανία. Είναι ένα πανέμορφο ηπειρώτικο χωριό ξεχασμένο από όλους. Από τους κατοίκους που κάποτε γέμιζαν τους δρόμους του και του έδιναν ζωή, αλλά και από το κράτος που δεν ξεχνάει ποτέ να πάρει χρήματα αλλά ξεχνάει ανελλειπώς να τα επιστρέψει.Μόνο η άγρια φύση μοιάζει να απολαμβάνει τα απομεινάρια του χωριού μου φροντίζοντας χρόνο με τον χρόνο να αγκαλιάζει με δέντρα και χόρτα τα παρατημένα σπίτια, την πλατεία της Παλιακούλας, τις τρεις εκκλησίες του χωριού και την παραδοσιακή μας βρύση, την Μπιτσινάρα.
Σε αυτό το χωριό, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου, ήταν και η πρώτη φορά που είδα τον φούρνο της γιαγιάς μου.
Τον φούρνο τον είχαν φτιάξει στην μπροστινή αυλή του σπιτιού ακριβώς δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στο κατώι και απέναντι από τον σωρό με τα ξύλα. Για να πας στον φούρνο έπρεπε να κατέβεις τρία σκαλάκια τα οποία ήταν συνήθως γεμάτα κλαδάκια και πεσμένα φύλλα.
Το σχήμα του ήταν σαν το πάνω μέρος ενός αβγού που το είχαν κόψει στην μέση και μπροστά στην μικρή πορτούλα που χρησίμευε για να βάζει και να βγάζει η γιαγιά τα ξύλα και τα ταψιά υπήρχε τοποθετημένο ένα κομμάτι λαμαρίνας το οποίο κράταγαν στην θέση του ένα τούβλο και ένα μικρό κομμάτι ξύλο.
Η γιαγιά μου η Ευγενία, η Αηδόνοβα όπως την φώναζαν στο χωριό, ήταν ο ορισμός της ηπειρώτισσας γιαγιάς. Μικροκαμωμένη, μαυροφορεμένη, με το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι της και μονίμως ακούραστη και αεικίνητη. Όταν δεν την έβρισκες μπροστά από τον φούρνο της να ψήνει πίτες και σκληρό χωριάτικο ψωμί την έβρισκες στον κήπο κάτω από το σπίτι να φροντίζει τα καλαμπόκια της ή να μαζεύει με το φτυάρι τις χελώνες για να μην της τρώνε τα ζαρζαβατικά.
Την πρώτη φορά που την συνάντησα ήταν στο χωριό όταν είχαμε πρωτοέρθει από την Αμερική. Μικρό παιδί εγώ τότε, έλεγα χωρίς να το σκεφτώ ό,τι μου κατέβαινε στο κεφάλι.
-Μαμά! Τι λέει η γιαγιά; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Θέλω λεξικό για να την καταλάβω, έλεγα προκαλώντας τα γέλια των γύρω μου.
- Ούι ζγούρι μου,ούι νιαγρέλι μου, ήταν η απάντηση της γιαγιάς και ακολουθούσε πάντα μία αγκαλιά και ένα φιλί στο μάγουλο.
Αργότερα όταν έμαθα να συνεννοούμαι με την γιαγιά πήρα θάρρος και δεν άργησα να έχω απαιτήσεις.
-Γιαγιά, γιαγιά θα μου φτιάξεις μακαρονόπιτα να φάω;
Δεν προλάβαινα να το πω και η πίτα έβγαινε ζεστή ζεστή από τον φούρνο με τα ξύλα.
Όταν έβγαινε η πίτα τα πάντα σταματούσαν. Στην αρχή άκουγες μόνο το τσιτσίρισμα από τα ξύλα.
Κι όταν η γιαγιά άνοιγε την πορτούλα του φούρνου και ο καπνός άρχιζε να βγαίνει από μέσα σε χτυπούσε μία μυρωδάτη ζέστη που έκανε σιγά σιγά τα σάλια σου να τρέχουν.
Η πίτα έβγαινε από τον φούρνο πάνω στο ξύλινο φτυάρι της γιαγιάς και εμείς τα παιδιά απλά περιμέναμε κάποια από τις μανάδες να την κόψει για να αρχίσουμε να τρώμε.
Ακόμα και σήμερα όσους τόπους και να έχω γυρίσει, όσες γεύσεις και να έχω δοκιμάσει δεν έχω βρει πιο νόστιμο φαγητό από την μακαρονόπιτα της γιαγιάς. Όσες πίτες και να έχω φάει ξέρω πως η πίτα της γιαγιάς ήταν μία και μοναδική.
Ξέρω επίσης πως δεν πρόκειται να την ξαναδοκιμάσω.
Γιατί η γιαγιά μου έφυγε.
Πήγε να ξεκουραστεί.
Πήγε να βρει τον παππού μου τον Αηδόνη.
Και είμαι σίγουρος πως την στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές είναι και οι δυο τους ξαπλωμένοι δίπλα στο τζάκι με παρέα τον γιό τους τον Θανάση και όλοι μαζί κοιτάνε ευτυχισμένοι τα κομμάτια του εαυτού τους που άφησαν για κληρονομιά.
Τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους.Τον Παναγιώτη, τον Γιώργο, τον Γιάννη, τον Τάκη, την Μάτω, την Χρυσούλα, την Ευγενία, την Μαρία, τον Αλέξη, τον Σωτήρη, τον Δονάτο (Αηδόνη), τον Αντώνη και όλα τα άλλα παιδιά που έχουν φάει τόσες φορές από την πίτα της γιαγιάς και έχουν παίξει κολτσίνα στο κρεβάτι του παππού δίπλα στο τζάκι ακούγοντας ιστορίες από τον πόλεμο.
Σε ευχαριστώ γιαγιά για τις πίτες!
Σε ευχαριστώ παππού για το όνομα!
Με πολλή αγάπη,
Το εγγονάκι σας