Ανακοινωση

Στην Ήπειρο «την καταντικρύ, την κατά Κέρκυρα ήπειρο» κατά τον Θουκυδίδη ή «την Αρχαία Ελλάδα» κατά τον Αριστοτέλη.
Στην Ήπειρο, την «Αρχέγονη Ελλάδα» την πατρίδα της Ευρώπης – συζύγου του Δωδωναίου Δία αλλά και του Αχιλλέα.
Στην Ήπειρο, στις λαμπρές εκκλησίες της οποίας εικονίζονται μαζί με τους αγίους, ο Πλούταρχος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
Στην Ήπειρο, στα βουνά της οποίας πολέμησαν οι γόνοι των Ηρακλειδών αλλά και οι Σουλιώτες.
Στον τόπο, όπου ο βράχος δένεται με το ελάχιστο χώμα και τις ρίζες του πουρναριού και της κουμαριάς.
Στον άγονο τόπο, τον τόσο γόνιμο.
Με τις αρχαιότητες και τα μνημεία του, με τους μύθους να μπλέκονται με την πλούσια ιστορία του.
Στον τόπο αυτό ανήκουμε και εμείς.
Έχουμε το προνόμιο να βιώνουμε την ιερότητα αυτού του χώρου, να βαδίζουμε στ’ αχνάρια «των ανυπτόποδων Σελλών»

και να ακούμε το θρόισμα της ιερής βελανιδιάς.
Εδώ αναπνέουμε…

ΟΔΗΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ Τηλ. 210 - 5202977 (www.mourgana.gr)

ΔΗΜΟΣ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.29091 & 029037
ΚΕΠ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.29002 & 029001
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.22203
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.22393
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.23199
ΤΑΞΙ ΦΙΛΙΑΤΩΝ Τηλ. 26640.22026
ΤΑΞΙ ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑΣ Τηλ. 26640.41366
ΚΤΕΛ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ (ΦΙΛΙΑΤΕΣ) Τηλ. 26640.22209
ΚΤΕΛ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ (ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ) Τηλ. 26650.22309
ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΥΝΟΡΙΟΦΥΛΑΚΩΝ ΛΙΑ Τηλ. 26640.41790


Επισκεφθείτε το ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ στο χωριό Τσαμαντά
Μετεωρολογικός σταθμός Τσαμαντά (Live cam)

Μπορείτε να μείνετε στους Ξενώνες που λειτουργούν στα χωριά:
Καλλιθέα Τηλ. 26640.41330
Κεραμίτσα (εκκλησία) Τηλ. 26640.41226
Κεραμίτσα (ιδιωτικός) Τηλ. 26640.41021
Κρυονέρι (Αδελφότητα Κρυονερίου) Τηλ. 26640.41651
Λια Τηλ. 26640.41602
Μηλέα (Δημοτική επιχείρηση) Τηλ. 26640.42052

Hotel «Arktouros» - Monodendri / Zagorohoria

Hotel «Arktouros» - Monodendri / Zagorohoria
Hotel «Arktouros» - Monodendri / Zagorohoria - Ioannina

«Η πίτα της Κικίτσας»

«Η πίτα της Κικίτσας»
«Η πίτα της Κικίτσας» στο Ζαγόρι

Ιππικό Πάρκο Λεπτοκαρυάς Θεσπρωτίας

Ιππικό Πάρκο Λεπτοκαρυάς Θεσπρωτίας
«Ιππικό Πάρκο Λεπτοκαρυάς Θεσπρωτίας» - ΑΝΟΙΧΤΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΑΠΟ 19.00 ΕΩΣ ΑΡΓΑ / ΓΙΑ ΠΡΩΙΝΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΛ. ΣΤΟ 6978 933 655

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Του Αγίου Δονάτου σήμερα! Γιορτάζει η Θεσπρωτία!



Η χάρη του Αϊ Δονάτου να μας προστατεύει όλους 
και πάνω απ΄ όλα την αγαπημένη μας Θεσπρωτία!

Χρόνια Πολλά!!!




Τὶς μὴ Δονᾶτον δοξάσει ἐν τοῖς λόγοις,

Ὃν περ τὰ ἔργα πανταχοῦ ἐδόξασαν.


Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ανεπάρκεια ασφάλειας των παραμεθόριων περιοχών


Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος,
 οι Δήμαρχοι Πωγωνίου – Κόνιτσας – Φιλιατών, Νεστορίου, Πρεσπών, Καστοριάς
και οι Ομοσπονδίες  Πωγωνησίων, Μουργκάνας, Κόνιτσας και Καλαμά

Σας προσκαλούν
σε Συνέντευξη Τύπου με θέμα:

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ  ΠΑΡΑΜΕΘΟΡΙΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
ΜΕΙΖΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Στην αίθουσα  της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος
(Κλεισθένους 15, 7ος όροφος, Αθήνα)

Την Τρίτη 29 Απριλίου 2014 και ώρα 11.30π.μ.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο
 
                                    Ο Πρόεδρος                                                         Ο Γεν. Γραμματέας

                                 Γιώργος Δ. Οικονόμου                                        Γιώργος Αρ. Δόσης

 ΨΗΦΙΣΜΑ

Η ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ, οι Ομοσπονδίες, οι Ενώσεις, οι Αδελφότητες και εν γένει τα σωματεία της Ηπειρωτικής Αποδημίας που υπογράφουμε, υψώνουμε φωνή αγωνίας για την κατάσταση των χωριών των παραμεθόριων επαρχιών της Ηπείρου, που βρίσκονται στο έλεος κυριολεκτικά, οργανωμένων συμμοριών, ληστών, εμπόρων ναρκωτικών και όπλων. Δε μας έφτανε η φτώχεια μας έχουμε και τους εγκληματίες.
Η κατάσταση στα ρημαγμένα χωριά μας, από την άποψη της οξυμένης εγκληματικότητας, πάει από το κακό στο χειρότερο. Τα έρημα χωριά, με τους λίγους ηλικιωμένους κατοίκους, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για τις κάθε ειδών συμμορίες που κυρίως περνούν από τα αφύλακτα σύνορα και κάνουν στην κυριολεξία πλιάτσικο.
Και η κατάσταση πλέον έχει ξεπεράσει κάθε όριο και εκτείνεται σε όλη πλέον την ημιορεινή και ορεινή ζώνη όλης της Ηπείρου, από τα σύνορα μέχρι τα χωριά ακόμα και της Άρτας και της Πρέβεζας.
Η εντεινόμενη φτώχεια, η ανεργία, η οικονομική εξαθλίωση των πλατειών λαϊκών μαζών, η πλήρης ανατροπή καθημερινά των κοινωνικών δομών (όσων έστω και υποτυπωδώς υπήρχαν και λειτουργούσαν), ως αποτέλεσμα των ακολουθούμενων αντιλαϊκών πολιτικών, συντελούν στην ανάπτυξη της εγκληματικότητας. Και στην Ήπειρο ένα λόγο παραπάνω. Βλέπουμε την ανεργία να μεγαλώνει, κλείνουν επιχειρήσεις, η φτώχεια φουντώνει. Η ακολουθούμενη αγροτική πολιτική της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και της αναθεωρημένης ΚΑΠ, με τις ποσοστώσεις στην παραγωγή, την ουσιαστική προτίμηση των εισαγωγών αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, την ανέλεγκτη εισαγωγή ζωοτροφών, την κατάργηση της ονομασίας τόπου προέλευσης προϊόντων, των αλλεπάλληλων χαρατσιών, της απαράδεκτης αύξησης των τοπικών φόρων, της ολοκληρωτικής παράδοσης σε ιδιωτικά κεφάλαια της παραγωγικής διαδικασίας, του φυσικού περιβάλλοντος και των δομών, θα δώσει χαριστική βολή στην όποια παραγωγική δραστηριότητα στον πρωτογενή τομέα. Τα χωριά θα ερημώσουν ακόμη παραπάνω.
Από την άλλη, τα αστυνομικά όργανα και αυτά τα ελάχιστα που υπάρχουν δεν έχουν τα απαραίτητα εφόδια. Προσπαθούν να λειτουργήσουν με ληγμένα αλεξίσφαιρα γιλέκα, δεν έχουν διόπτρες, δε διαθέτουν θερμικές κάμερες, δεν έχουν καύσιμα για τα οχήματα. Γίνεται αντιληπτό ότι με τέτοια υποδομή των Αστυνομικών Τμημάτων θα δούμε και περαιτέρω αύξηση της εγκληματικότητας και δυστυχώς για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ταιριάζει αυτό που λέει ο λαός μας «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Αυτή τη στιγμή στην Ήπειρο γίνεται διακίνηση τεράστιων ποσοτήτων ναρκωτικών και όπλων και οι υπηρεσίες δεν έχουν εξοπλισμό, δεν έχουν εκπαιδευμένους σκύλους. Ο μεγάλος όγκος των αστυνομικών δυνάμεων είναι προσανατολισμένος στην αντιμετώπιση διαδηλώσεων και των κινητοποιήσεων του λαού ενάντια στην ακολουθούμενη πολιτική εξαθλίωσης, «φυλάσσουν» μεγαλοδημοσιογράφους, επιχειρηματίες, αθλητικές συναντήσεις των ιδιωτικών ΠΑΕ και ΚΑΕ. Σύμφωνα με το οργανόγραμμα της Αστυνομίας στις τρείς ακριτικές επαρχίες Φιλιατών, Πωγωνίου και Κόνιτσας θα έπρεπε να υπάρχουν 520 συνοριοφύλακες, 30 περιπολικά και 16 θερμικές κάμερες. Εξ αυτών σήμερα υπάρχουν οι μισοί περίπου συνοριοφύλακες, 16 παμπάλαια  περιπολικά και δύο θερμικές κάμερες. 110 συνοριοφύλακες έχουν αποσπαστεί στον Έβρο όπου έχουν μεταφερθεί και 14 θερμικές κάμερες. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το εισαγόμενο και διασυνοριακό έγκλημα οργιάζει σε καθημερινή βάση, τα δε ναρκωτικά διακινούνται σχεδόν ελεύθερα, παρά τα εξαντλητικά ωράρια των αστυνομικών. Το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και με την παράνομη μετανάστευση. Πρέπει άμεσα να καταργηθεί το Δουβλίνο 2.
Όλοι οι απόδημοι Ηπειρώτες δηλώνουμε ρητά την ετοιμότητα μας να αγωνιστούμε για την υλοποίηση των παρακάτω:
·        Να υπάρξει επαρκής φύλαξη των συνόρων με πλήρη εφαρμογή του οργανογράμματος, με διασφάλιση επάρκειας των αναγκαίων μέσων (οχήματα, όπλα, θερμικές κάμερες, διόπτρες, εκπαιδευμένοι σκύλοι για όπλα και ναρκωτικά)
·       Απορρίπτουμε τους ωμούς εκβιασμούς  για δημιουργία κέντρων παράνομων μεταναστών που δεν δίνουν λύση αλλά επιτείνουν το πρόβλημα,
·        Να επιστρέψουν άμεσα οι συνοριοφύλακες και οι 14 θερμικές κάμερες από τον Έβρο
·        Να επανασυσταθούν τα στρατιωτικά φυλάκια σε όλη την παραμεθόριο περιοχή.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Τασία Βενέτη: «Του χιονιού»

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου σήμερα...
Ένα διήγημα της δικιάς μας Τασίας Βενέτη από το βιβλίο "Του χιονιού" που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2013 από τις εκδόσεις Ροδακιό.
[Από την Anna Bouka]
______________________________

Σαν παραμύθια άρχιζαν οι ιστορίες της, απόταν περίσσεψε στην αγκαλιά της μάνας της.
" Ου, κοπέλα...Και τούτη κοπέλα!...Ου ου!" Ούτε τη μάλαξαν με τα χέρια! 
Και πώς τσιώθηκε και κρατήθηκε στη ζωή αυτό το πλάσμα το περισσευούμενο με το ου και με το ούι!
Μη δεν ήταν ούτε έξι καλά - καλά όταν την αφήσαν στο βουνό με τα ζα, μ' ένα ξερό κομμάτι στο σακούλι - και λόγος καλός ούτε τρίμμα.
Σα στο παραμύθι, που δεν την πείραξαν ούτε ζουλάπια ούτε όρνια ούτε φίδια ούτε αστροπελέκια ούτε αντάρτικα και ξαντάρτικα` πώς δεν πέθανε με τόσα...πώς δεν πέθανε χωρίς τόσα! Αγρίμιασε μοναχή της κάτω απ' το λιοπύρι, κάτω απ' τ' αστέρια, κάτω από μια παλιοκάπα, κι η ψείρα βρικόλακας που της έπινε το αίμα και δε σκιάζονταν τίποτα. Έτσι! Όλα τίποτα ήταν για αυτήν, και δε σκιάζονταν.
Χορτασμένη χούγιασμα και κατάρες ανεβοκατέβαινε στα δέντρα σαν τη μαϊμού να κορέσει εκείνη την πείνα όλη που της σούβλιζε την ύπαρξη. Και σάμα δεν ήταν έξυπνη, φωτιά! Δούλευε και στα χωράφια και στην αράδα και στο μύλο και ό,τι μπόρεσε. Νύχτα μέρα με τα κουμάντα της, μέχρι και την αγωγιάτισσα έκανε και όσο της έλειψε απ' τα γονικά της το' κανε λίρες. Με είκοσι έξι χρυσές έγινε της παντρειάς!
Και χωρίς λίρες το ίδιο θα την αγάπαγε. Κι αυτή, ας μην ήξερε από πρόσφορη αγκαλιά, σαν από ένστικτο ήρθε και κόλλησε στα χέρια του σα λουκουμάκι. Έβαλαν και στέφανα κι ας μην ήρθαν στην εκκλησία οι δικοί του....Γιατί δηλαδή, επειδή δεν είχαν το ίδιο μπόι; Ωχ, τι να πεις...Θα τους περάσει, τι θα κάνουν;
Μάρτης γδάρτης. Το βουνό κατσιουλωμένο με το χιόνι το παχύ, σε γκρέμιζε το κρύο. Έμασαν τα ρούχα τα χοντρά και τα λιανά και τα ζαλώθηκε η νύφη μόλις φάνηκε η μέρα. Βάστηξε κι η πεθερά κανα δυο κομμάτια ίσα για τα μάτια και την άφησε να ξεκινήσει μόνο και μόνο για να της φωνάξει:
" Ω χαντακωμένη, πού πας χωρίς καζάνι!"
Ξαναγύρισε, της το' ριξε κι αυτό ψηλά στο μπούγιο και το θηλύκωσε με την τριχιά και κίνησαν για το ποτάμι. Μπροστά η νύφη, πίσω η πεθερά ψέλνοντας: " Πώς είσ' έτσι, μωρ' καημένη; Τι σου ζήλεψε ο Κίτσιος μου που' χεις τα ποδάρια σαν τα καλάμια, μωρήηη...το καζάνι! Τήρα μη σου φύγει το καζάνι, μωρήηη." Η νύφη, με το χέρι πιασμένο με τον κόπανο, κρατιόταν με τ' άλλο από κανα κλαρί και κανα ριζάρι όπως πέρναγε λοξά στο μονοπάτι μη σκαλώσει πουθενά κι η άλλη από πίσω μπαρμπάλιζε. Χολή ατελείωτη! Γιατί, άμα
ήταν ο Κίτσιος της μπροστά, Παναγία! Τώρα που ο Κίτσιος έλειπε κι απ' το χωριό...
Πες, πες, πες, της έριξε τα σκουλήκια. Αμ πως! " Τσώπα!" είπε μια φορά η νύφη. Ποιος να τσώπαινε! Είπε, είπε, είπε, τα χίλια μύρια, και τούτη, που δεν είχε φοβηθεί ζωντανόν και πεθαμένο, κάπως της ήρθε. Ε, ορέ! " Μάνα", είπε, " Θα κόψω από δώγια να βγω σιακάτω". " Να κόψεις λαιμό και σβέρκο και να πας στα σκατά!" Δεν πρόλαβε να αποπεί την καλοκουβέντα η πεθερά και παίρνει μια γλίστρα η νύφη κάτω στη γκρεμίνα, εδώ να σταματήσει, εκεί να σταματήσει, το καζάνι έφτακε πρώτο στο ποτάμι! Σταμάτησε κι αυτή καμιά φορά απ' τα ρουγκουλήματα και σηκώθηκε πελεκημένη απ' τις πέτρες με το ζάλωμα στραβά και το ένα παπούτσι παρακάτω. Το βρήκε, το πήρε στο χέρι , κι η πεθερά χόλιαζε για το καζάνι. " Τίποτα δεν έπαθε, μη σκιάζεσαι."
Μέχρι να ανάψουν φωτιά να ζεστάνει το νερό, πήραν να ξεχωρίσουν τα ρούχα. " Του κουνιάδου σου πρώτα κι ύστερα τ' αντρός σου, κούτσουρο!" της πέταξε πέρα το ρούχο απ' τα χέρια. " Με τη σειρά! Πρώτα τα δικά μου, κατόπι του κουνιάδου σου, κατόπι του πεθερού σου, τ' αντρός σου, και κατόπι τα δικά σου τα τσόλια! Πού σ' είχαμαν μοίρα, λέω, να μας έρθεις στη γωνιά! Κι ο πλανταμένος δεν ήβρισκε άλλη. Μάγια του' καμεεες;"
Πήρε να τρίψει και τη φανέλα του πεθερού. " Στο βαθύ, νύφη, στο βαθύ!" Όλο την έστελνε παρακάτω στο πιο πολύ νερό, και πέρναγε το ποτάμι μέσα απ' τα χέρια της παγωμένο σαν το θάνατο. Φυλάγονταν μη βρέξει και το δολιοφούστανο που το' χε μάσει πάνω απ' τα γόνατα κι ένιωθε τα μηνιάτικά της να κατεβαίνουν - σπλήνες ζεστές. Σκυμμένο το φτενό της κορμάκι πάνω στην πέτρα, έτριβε με την πλάκα το σαπούνι τη φανέλα κι άλλη θερμαίνονταν γύρα γύρα το καζάνι κι ακόμα αλύχταγε με τα χέρια στη μέση. " Πού να βρει ο Κίτσιος μου να πιαστεί ψηλά σου, μωρή, να κάμει παιδιάααα...αχ, έρμες τύχες!" Τεντώθηκε η νύφη στο νερό να ξεβγάλει το ρούχο. " Στο βαθύ, μωρ' στο βαθύ σου λέω!" της φώναξε με γινάτια κι η νύφη τεντώθηκε περισσότερο. " Αμ δεν είχα ιδεί διάολο να πλένει με τα παπούτσια φορεμένα!" είπε στον πάτο η πεθερά και δεν κρατιόταν άλλο.
" Α μω!"
"...Και μου δίνει μια μπωχτή, που λες, και με ρίχνει μες στη βίρα του ποταμιού, μπλατς! Μο' πεσαν τα δόντια απ' το κρύγιο...Εδώ εκεί μες στο νερό, μο' φυγε η φανέλα απ' τα χέρια και μο' ρχουνταν στο κεφάλι` κι όπως ήταν μάλλινη, με τα μανίκια τόσα, όλο με τράβαε κάτω και α και α έμασα ψόφο...Ρούφησα νερό...Κόντεψα να πνιγώ εκατό βολές μέχρι να την πιάκω! Κι όντα βγήκα - μη χειρότερα, Θε μου! - τι μου είπε λες εσύ ..." Δεν μπόρεγε να σε πάρει το ποτάμι;" Που να μ' είχε πάρει εκατό φορές, όχι μία...Ωχ μάνα μου..." αναστέναξε. " Αυτά που λες με τη σσσκατόλακκη!" σύριξε στο τέλος.




___________________________


Η ιστορία αυτή είναι μια από τις 28 που περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Τασίας Βενέτη " Του χιονιού" που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2013 από τις εκδόσεις Ροδακιό.

Αφηγημένες σαν παραμύθια αλλά στηριγμένες σε καθημερινές ιστορίες από τη δύσκολη ζωή γυναικών διαφορετικών ηλικιών σε χρόνια όχι και πολύ μακρινά. Οι φωνές αυτών των γυναικών μπλέκονται με τη φωνή της αφηγήτριας μέσα από ένα εξαιρετικό συνδυασμό ευθέος και πλαγίου λόγου Διαβάζοντας τα διηγήματα είχα την αίσθηση ότι η συγγραφέας - αφηγήτρια κάθεται κάπου αθέατη, έχει απέναντι της μια γυναίκα και ακούει την ιστορία της, την οποία και μας μεταφέρει με ένα λογοτεχνικό τρόπο που δεν αλλοιώνει όμως την αυθεντικότητα του προφορικού λόγου. Ακούγονται οι φωνές των γυναικών να διηγούνται στιγμές - σκηνές της καθημερινότητάς τους που ταυτίστηκε με τη φτώχεια, την ξενιτιά, τον πόλεμο, τον εμφύλιο, τον πόνο. Ο πόνος είναι διάχυτος σε όλα τα διηγήματα. Τις διαμορφώνει. Άλλες τον έκαναν αγάπη, άλλες καρτερικότητα, και άλλες σκληράδα και βαναυσότητα.
Οι κλειστές κοινωνίες, τα αυστηρά ήθη, οι προκαταλήψεις, οι στερήσεις βάρυναν περισσότερο τις ζωές των γυναικών και αυτές, θύματα και ίδιες, έβλεπαν απέναντί τους τις άλλες γυναίκες του χωριού, της οικογένειας. Τραγικές φιγούρες, τις οποίες η συγγραφέας παρουσιάζει σαν μικρές προσωπογραφίες σ' ένα πίνακα που δεν ξεχωρίζει το φόντο, κυριαρχεί όμως το μαύρο και το γκρι. Ο χρόνος και ο χώρος δεν αναφέρονται συγκεκριμένα. Καταλαβαίνουμε όμως ότι τα περιστατικά διαδραματίζονται σε μια περίοδο από τον πόλεμο του 1940, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και τα μετέπειτα χρόνια .Οι ασχολίες των γυναικών, οι περιγραφές του φυσικού τοπίου, η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιείται στους διαλόγους, οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί στην αφήγηση και η καταγωγή της συγγραφέως οδηγεί τη φαντασία στα χωριά της Ηπείρου και κυρίως της Μουργκάνας.
Μια συλλογή διηγημάτων, μικρών σε έκταση(ορισμένα δεν είναι ούτε μια σελίδα) γραμμένα σε γλώσσα ζωντανή, ορισμένες φορές και ποιητική που κατορθώνουν να μεταδώσουν την οδύνη, το σπαραγμό και το λυγμό αυτών των γυναικών. [
Anna Bouka]

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Χριστός Ανέστη!





ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  

Πάσχα τ' Απρίλη 

         Το διήγημα που ακολουθεί προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Η φλέβα του λαιμού (1998) του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου. O ενήλικος αφηγητής-συγγραφέας περιγράφει με νοσταλγία τις παιδικές και εφηβικές μνήμες του από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό του, που συνορεύει με την αλβανική μεθόριο.
O Απρίλης ήταν κάποτε για μένα -τώρα πια έχει μπει κι αυτός στο χωνευτήρι των πολλών και επαναλαμβανόμενων εικόνων και εμπειριών- το Πάσχα στο χωριό μου. Όχι όμως με το θρησκευτικό του μέρος, παρά μόνον αμυδρά.
         Μεγάλη Πέμπτη, εγώ και τ' αδέρφια μου ξεκινούσαμε το πρωί με το λεωφορείο. Ολόκληρο ταξίδι. Φτάναμε στη γέφυρα του Καλαμά. Μια γέφυρα σιδερένια, βαθυπράσινη, απ' τον καιρό του Εμφυλίου.
         Αφού γινόταν ο έλεγχος των ταυτοτήτων απ' τους φαντάρους του φυλακίου -στιγμές έντονες για τις παιδικές καρδιές μας-, το λεωφορείο, αργά αργά, έμπαινε στη γέφυρα. Κραπ, κραπ, χτύπαγαν κι έτριζαν οι σιδεριές. Το νερό από κάτω ορμητικό, θολοπράσινο απ' τις πυκνοφυτεμένες όχθες. Έλιωναν τα χιόνια.
         Από εκεί και πέρα άρχιζε ένας άλλος κόσμος.
         Στο Φιλιάτι κάναμε υποχρεωτική στάση τρεις με τέσσερις ώρες. Γι' αυτές τις ώρες -που τις περνούσαμε στο καφενεδάκι του σταθμού- δεν αγαπούσα και πολύ αυτή την κωμόπολη, τόσο λαχταρούσα το χωριό μου.
         Το καφενεδάκι ήταν γεμάτο ταξιδιώτες για τα πανωχώρια των Φιλιατών. Εκεί άρχιζαν τα πρώτα «ποιανού είσαι εσύ, μωρέ παιδάκι μου;», «ετούτη μοιάζει της μάνας της» απ' τους χωριανούς μας και τα πρώτα φιλιά. Πρόγευση απ' το χωριό μου παρηγορητική.
         Επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος χωμάτινος, ανηφορικός, όλο κογκέλες,
* ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας.
         Αϊ-Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα. Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές,
* δάφνες, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ και κει, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωσαν ό,τι ομορφότερο και ευγενέστερο από τις ανθρώπινες ζωές αιώνων.
         Ακόμα και σήμερα αυτή η διαδρομή, αυτά τα χωριά είναι για μένα μια διαδρομή πνευματική, μια διαδρομή νοσταλγίας και καημού.
         Στο χωριό μου φτάναμε το μούσγκωμα.
* Μας άφηνε το λεωφορείο στη Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Αϊ-Θανάσης.
         Ο όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια, που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος.
         Στη Θελεσουριά, κατεβαίνοντας απ' το λεωφορείο, μας χτύπαγε ευχάριστα ένα ψυχρό αεράκι που -Κύριος οίδε πώς- το 'χα συνδέσει με τη Βόρειο Ήπειρο, με την Αλβανία. Μήνυμα από μια άλλη ζωή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο πλούσια, πιο αινιγματική. Περιττό να πω ότι δεν ήξερα τίποτα για ιδεολογίες, πολέμους και άλλα, και οι δικοί μου, συγγενείς και χωριανοί, μιλούσαν λίγο και ασαφώς, κάτι που μεγάλωνε το μυστήριο.
         Φτάναμε με τα ποδάρια στο σχολειό, κατόπι μια απότομη κατηφοριά μάς έβγαζε στην πλατεία του Νικόπλου, όπου ήταν το περίπτερο του μπαρμπα-Μήτση μας. Μας καρτέραγε με ζαχαρωτά και φιλιά. Κατόπι σταματούσαμε στο πατρικό της μάνας μου για λίγο, να δώσουμε τσιγάρα στον παππού, και κατόπι σφεντόνα για το πατρικό μας, για τη γιαγιά μας.
         Σε όλη αυτήν τη διαδρομή η μύτη μας είχε πανηγύρι. Φρέσκια, ξάστερη ανάσα ανακατεμένη με τ' αγριολούλουδα του Απριλιού -φράξο, μανούσια, ζουμπούλια, μοσφακίδια. Τον τόνο τον έδιναν όμως οι καβαλίνες,
* η κοπριά, το νοτισμένο χώμα.
         Στο πατρικό μας. Τόπος θαλπωρής. Ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες, κατώι για τις αίγες,
*μπλατσαριό,* ένας μικρός κηπάκος και η επιβλητική και συγχρόνως γλυκύτατη παρουσία της γιαγιάς μου. Μας μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος. Κατόπι κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα κι αυτή στη μέση.
         Το πρωί μάς ξυπνούσαν πετεινοί, γομάρια,
* αίγες, βετούλια·* φωνούλες απ' τις γυναίκες που φούρνιζαν, σκούπιζαν, έκοβαν κλαρί. Μαζεμένο το χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο, δημιουργούσε τέλεια ηχητική.
         «Ω Αγγελούδω, ξύπνησαν τα παιδιά;», ακούγαμε τη θειάκω Λόλα απ' το δίπλα μαχαλά.
         «Ξύπνησαν, μωρ' συμπεθέρα».
         «Αυγά έχεις; Θέλεις;»
         «Έχω, έχω».
         «Καλά, στείλ' τα μου κατόπι».
         Άρχιζε το πανηγύρι. Τρεχαλητά με τ' άλλα παιδιά, επισκέψεις στις θείες, βόλτες στους κήπους του Μαμά, στ' αμπέλια της Φέρας, στην Αϊ-Παρασκευή. Άρχιζαν δειλά να κοκκινίζουν οι πρώτες κουτσουπιές.
* Τα τριαντάφυλλα, πυκνόφυλλα και μοσχομυριστά, ροζ άσπρα, ήταν παντού. Στις αυλές και στους φράχτες. Σου έσπαιναν* τη μύτη.
         Από την Ανάσταση θυμάμαι κάπως τις στρακαστρούκες, που τις πιέζαμε με τις σόλες. Ακόμα κι εκείνη την ώρα του πανδαιμόνιου εγώ είχα το μυαλό μου στ' αστέρια του ορίζοντα, πάνω απ' τον απαγορευμένο τόπο.
         Την άλλη μέρα, όλο το χωριό ανέβαινε στην κορυφή του διπλανού βουνόπλου, που ήταν το φυλάκιο Γκελίλι, για επίσκεψη στους στρατιώτες. Τους πηγαίναμε αυγά, κουλούρια κι εκείνοι μας έδιναν γαλέτες.
         Χαρούμενα, απλά παιδιά, μας άφηναν να δούμε και με τα κιάλια μέσα στο Αλβανικό. Φέρναμε κοντά μας εικόνες από ανθρώπους, κυρίως γυναίκες να σκάβουν εν σειρά ή να κάνουν άλλες δουλειές, πάντα σε ομάδες. Είχαν κατασκευάσει και μια τεχνητή λίμνη για την άρδευση. Παρ' όλο που με τα κιάλια είχα απτό το αντικείμενο της περιέργειάς μου, η έλξη και το μυστήριο βάθαιναν.
         Άκουγα ιστορίες τα κατοπινά χρόνια για κατασκόπους, που χαμογελώντας χαιρέταγαν από απόσταση τις γυναίκες στ' αμπέλια. Αυτές ανατρόμαζαν κι αυτουνούς τους κατάπιναν τα λόγγα.
* Το πέρασμα αυτών των μυστήριων ανθρώπων το 'χω επίσης συνδέσει με το ψυχρό αεράκι που μας υποδεχόταν στη Θελεσουριά.
         Όταν αναχωρούσαμε, χαράματα, για την Ηγουμενίτσα ήταν για μας Μεγάλη Παρασκευή. Πονούσαμε και τα τρία, λες και μας ξερίζωναν. Η αδερφή μου με κλάματα και φωνές, «γιαγιά μουουου», ξύπναγε το χωριό. Εγώ βαστιόμουνα και έκλαιγα κρυφά, με τρόπο αξιοπρεπή, και για να το πετύχω αυτό σφιγγόμουνα και βλοσύρευα.
* Δε θέλαμε, αρνιόμασταν ν' αποχωριστούμε τη γιαγιά Αγγελούδω, το χωριό. Και πού να πηγαίναμε; Στο βασανιστήριο της τότε -και τώρα- εκπαιδεύσεως.
         Μόλις πήγα στο Γυμνάσιο, βαθμιαία -κι απ' το Λύκειο μόνιμα πλέον- πάει το χωριό και η γιαγιά. Δεν πάταγα το πόδι μου. Σινεμάς, ξένη μουσική, ερωτικά σκιρτήματα, κατόπι σπουδές εν Αθήναις -άλλη θλιβερή ιστορία αυτή-, μέχρι τα τριάντα μου δεν είχα καμιά ψυχική σχέση κι επαφή.
         Μεγάλος ήμουν -τι μεγάλος, άντρας γκοτζάμ γαϊδούρι- όταν μας έστειλε η γιαγιά μου μήνυμα, έναν πικρό Απρίλη, να πάμε να περάσουμε το Πάσχα μαζί της. Δεν πήγα. Μετά από λίγο πέθανε. Δε θυμάμαι να μου στοίχισε. Ούτε στην κηδεία της πήγα. Με είχε καταλάβει εξολοκλήρου ο εαυτός μου.
         Πέρσι πήγα στο χωριό μου, μετά τη Λαμπρή, για ολιγόωρη επίσκεψη. Το πατρικό μου χορταριασμένο, ετοιμόρροπο. Ο κηπάκος του πνιγμένος στην άγρια βλάστηση.
         Τζαρκάλευα
* στην αγαπημένη κάμαρη των παιδικών μου χρόνων και κάπου βρήκα την αστυνομική ταυτότητα της γιαγιάς μου. Ολοκαίνουρια. Απ' τη μικρή φωτογραφία με κοιτούσε πάλι μ' εκείνη την αγάπη της, που μας έθρεψε και μας εφοδίασε για μια ολόκληρη ζωή.
         Το χωριό περίπου έρημο. Ούτε γομάρια άκουσα ούτε φωνές από γυναίκες και παιδιά. Πήγα στο μαγαζάκι του άλλου μου θείου, του Μήτση Έξαρχου. Κάποια στιγμή, δυο φαντάροι με πλήρη πολεμική εξάρτυση έφεραν δυο Αλβανούς αιχμαλώτους. Ξέπνοοι
* όλοι. Ένας φαντάρος -Αθηναίος, όπως έμαθα μετά- έβριζε τον κωλότοπο, τους κωλοαλβανούς. Έκατσαν στον πάγκο και ο θείος μου τους κέρασε αμέσως λουκούμια.
         Οι Αλβανοί τα έφαγαν λαιμαχτικά
* και λερώθηκαν μεριές μεριές απ' τη σκόνη. Καίτοι* είχαν κακό χάλι απ' την ταλαιπωρία, τινάχτηκαν και καθαρίστηκαν με επιμέλεια.
Σ. Δημητρίου, Η φλέβα του λαιμού, Πατάκης


Κωνσταντίνος Παρθένης, Τοπίο

* κογκέλες: στροφές * κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές: λουλούδια, θάμνοι και βλάστηση της περιοχής *μούσγκωμα: σούρουπο * καβαλίνες: περιττώματα, κυρίως αλόγου ή άλλου υποζυγίου * αίγες: κατσίκες *μπλατσαριό: αποθήκη * γομάρια: γαϊδούρια * βετούλια: μικρά τραγιά * κουτσουπιές: χαρουπιές * έσπαιναν: έσπαγαν (μεταφορικά) * λόγγα: θαμνώδη δάση * βλοσύρευα: κατσούφιαζα * τζαρκάλευα: έψαχνα * ξέπνοοι: κουρασμένοι, εξαντλημένοι * λαιμαχτικά: με λαιμαργία * καίτοι: αν και, μολονότι