Είχα πριν λίγες μέρες την τιμή, αλλά και την χαρά, να πάρω στα χέρια μου ένα διαφορετικό προσωπικό ημερολόγιο, ένα ημερολόγιο που αφορούσε μνήμες και θύμησες από τη δεκαετία του '60 με τίτλο: "ΤΩΡΕΓΙΑ ΤΟ ΕΞΗΝΤΑ".
Είναι ένα έργο ζωής, μια προσωπική αναδρομή, όχι μόνο σε γεγονότα και εικόνες από το παρελθόν, αλλά και στην αυθεντική, καθημερινή γλώσσα των κατοίκων στα χωριά της Μουργκάνας με όλους τους τοπικούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς και τις εκφράσεις που δυσρτυχώς σήμερα πολύ σπάνια - ίσως και καθόλου - χρησιμοποιούνται.
Το κείμενο αυτό είναι μια δουλειά ερασιτεχνική μεν, με αρκετά ορθογραφικά κυρίως λαθάκια, που όμως αποπνέει μια μεγάλη συγγραφική ικανότητα, έχει καταπληκτική ροή λόγου και κυρίως είναι γραμμένο όχι με το χέρι αλλά με την καρδιά!
Ο παπα-Γιώργης, από τη Ραβενή, ο σεμνός αυτός άνθρωπος που δεν κάνει ούτε μια αναφορά στο όνομά του ως συγγραφέας, μας δίνει με απλό αλλά όχι απλοϊκό τρόπο, μέσα από τις μνήμες των δώδεκα πρώτων χρόνων της ζωής του στο χωριό, τη ζωή των ανθρώπων όλης της Μουργκάνας.
πηγή: panoramio |
«Ωραία χρόνια.
Ξένοιαστα.
Χωρίς πολλούς μπελιάδες στο κεφάλι μας, χωρίς φροντίδες ούτε για να αλλάξωμε σκουτιά.
Μια βολά τη βδομάδα, αν μας έπλενε η μάνα στη σκάφη με το πατσιαβούρι, τα Σάββατα, ή σε καμιά μεγάλη γιορτή, για να πάμε στην Εκκλησιά μπούτσιεροι.
Μας έβανε ορθούς μες στη σκάφη, μπλέτσι, κι έπαιρε νερό απ' το κακάβι, που χούχλαζε στην πυροστιά, με τον μαστραπά και αφού το κρύγιωνε ψίχα, μας έρινε στο κεφάλι.
Πότε πατσιάρωνε, πότε ήτανε μπούζι.
Θυμιέμαι τον παππού μου, όταν του ρίναμαν νερό για να λουστεί, που ήλεγε τη μια "όόι! με πατσάριωσες" και την άλλη "όόι! με πούντιασες".
Κατόπι, μας έτριβε με το πατσιαβούρι και με σαπούνι πράσινο, για να βγάλει τη λιέρα περ'σσότερο απ' τα γόνατα που τά 'χαμαν κροτσί από τσι λιέρες.
Τρόμαζε να μας ξεκροτσιάσει.
Πάαινε ο σκουσμός οριό όσο να σκολάσει, γιατί άμα σό 'μπαινε κείνο το σαπούνι στα μάτια, σου φαίνουνταν ότι γκαβώθ'κες απ' το τσούξιμο...»*