...
Κατόπι έρχουνταν η Πρωτομαγιά και πααίναμαν στον Αϊ Νικόλα και γκυλιόμασταν στα χορτάρια και μαζεύαμαν το Μάη και φκιάναμαν στεφάνια για να τα κρεμάσομε στην πόρτα του σπιτιού για γούρι.
Από κει και πέρα αρχίναγαν οι δουλειές στα χωράφια.
Φώναζε ο πάππου Γκέλης απ' το βράδυ για να μαζευτούν να βγάλουν νερονόμο και κατόπι κλήρωναν τ' αυλάκια, ποια μεριά θα πάρει ο καθένας.
"Πάρτε χαμπέριιι!
Όλοι αύριο να μαζευτείτε στην πλατέα του χωριού, για να βγάλομε τ' αυλάκιαααα!"
Τη μια τη βολά φώναζε από τη μια τη μεριά τσ' εκκλησιάς για ν' ακούσει το μισό χωριό και την άλλη από την άλλη μεριά για ν' ακούσει το άλλο μισό.
Κάποια βολά διάβαινε ο μπαρμπα Βασίλης από κάτω απ' τη γκορτσιά και του είπε: "πήραμαν, πήραμαν" και ο πάππους με τη φόρα που 'χε πάρει του φώναξε κι αυτουνού δυνατά: "διάουλους να σε κόψει!".
Θιαμένουνταν ο κόσμος τι έπαθε ο πάππους μου κι είπε έτσι.
Ό,τι να γένονταν στο χωριό ο πάππους μου φώναζε.
"Τσοπαθήτε μο διαόλοι, θα φύγει το χωριό και θ' απομείκομε 'δω", μας ήλεγε η βάβω μου. Πάντα τον άκουγε, άμα κάναμαν αντράλα.
"Λάρωσε ορέ διάολε και κάτσε ψίχα σιάδι που να σου κάτσει η φούρκα" μού 'λεγε η μάνα μου.
Μόναχα ο πάππους μου δε με μάλωνε κι ούτε με βάρεσε ποτές κι ας τού 'βγαζα την ψυχή.
Κανόνιζαν ποια μέρα θα πάνε άντρες και γυναίκες να φκιάκουνε τη δέση, μόλις σκόλαγαν όλα τ' αυλάκια.
Οι γυναίκες κουβάλαγαν κλαριά και φτέρη κι οι άντρες έκοβαν τσι γαϊδάρες για να φκιάκουν την ξυλοδεσιά.
Μόλις σκόλαε το φτέρωμα, έμπαινε μοναχό του το νερό στ' αυλάκι...
Από το ίδιο τ' αυλάκι έπαιρνε κι ο μύλος νερό.
Είχε ένα χωνί μεγάλο κι έπεφτε το νερό με δύναμη στη φτερωτή και γύριζε τη μυλόπετρα για ν' αλέσει το αλεύρι.
Όταν γένουνταν η σπορά μ' έπαιραν κι εμένα κοντά στο χωράφι.
Έριναν το σπόρο και κατόπι σβάριζαν τα χωράφια.
Εμένα μ' έπαιρε ο πατέρας μου ψηλά στη σβάρα ανάμεσα στα ποδάρια του και κρατιόμουν από τσι τριχιές.
Μόλις φύτρωνε το καλαμπόκι, αρχίναε ο σκάλος.
Μαζεύουνταν κάμποσες γυναίκες και τά 'παιρναν με την αράδα τα χωράφια, πότε τσι μιανής και πότε τσ' αλληνής, για να σκολάνε, γιατί ήτανε πολλή η δουλειά.
Εμείς τα παιδιά τσι φέρναμαν νερό φρέσκο απ' το μπορίμι, δέναμαν τα γομάρια στην ποταμιά για να φάνε ριζίνια και για να μην τα τρώνε οι μύγες. Κι άμα δεν είχαμαν τι να κάνομε, πλατσιανάγαμαν στ' αυλάκι.
Ο αδερφός μου έπαιρε το σκόπι με την πεταλούδα και κατήβαινε οπ' κάτω στο ποτάμι κι έπιανε πέστροφες.
Δέναμαν και μάντζες καμιά βολά και τσι τηράγαμαν κάθε λίγο μην έπεκαν κανα ψάρι ή τσ' αλλάζαμαν αγλίστρες.
Κάναμαν και τα ζουλούμια μας...
Εγώ έπιανα αλογόμυγες απ' την ουρά του μ'λαριού και τσ' έρινα ψηλά στην αδερφή μου κι αυτή έβανε το σκουσμό που τσ' έμπαιναν μέσα στα μαλλιά.
Τα μισημέρια καθόμασταν όλοι μαζί κάτω από καναν ίσκιο και τρώγαμαν ό,τι είχεναν κοντά οι μανάδες μας.
Πότε ψωμοτύρι και καμιά βολά αυγά με τυρί, τηγανισμένα, που τά 'φερναν μέσα στο πινάκι.
Τότε κόβαμαν και το πρώτο τριφύλλι.
Άμα ψήλωνε κάμποσο το καλαμπόκι, έκοβαν τη τζιούφα και την έκαναν χερόβολο και τη βάναμαν στην καλύβα για να ταΐζομε τα ζωντανά το χειμώνα.
Όλο και κάτι θα βρίσκαμαν στα μισοσάμαρα. Πότε κανα αστάκι χλωρό που το ψήναμαν στην προύσια και το τρώγαμαν, πότε κανα ξυλάγγουρο!
Στον πάτο στο χωράφι έφκιαναν και μποστάνι, για να βάνουνε ντομάτες, για νά 'ναι κοντά στο ποτάμι γιατί το ποτίζαμαν με ντενεκούλια. Παίραμαν δυο ντενεκέδες, έναν από 'δω κι έναν από 'κει, και κουβαλάγαμαν νερό απ' την ποταμιά για να το ποτίσομε.
Μόλις έδενε το καλαμπόκι, είχαμαν άλλο χάλι.
Έπρεπε να φυλάμε κάθε βράδυ το χωράφι απ' τον άσβο.
Φέραμαν γύρα τσι όχτους με κανα φανάρι ή με φακό για να σκιαχτεί.
Ανάβαμαν και τη στιά για να πυρωνόμεστε αλλά και για να ψήνομε κανα αστάκι "απ' τα κλεμμένα", γιατί μας φαίνουνταν πιο νόστιμα.
Αυτή η δουλειά γιένονταν όλο το καλοκαίρι.
Μια θα φυλάγαμαν τον άσβο, την άλλη θα ποτίζαμαν, ωσότου να γένει το καλαμπόκι και να το μάσωμε για ξέφλο.
Όλα αυτά, ώσπου "γίνκαμαν άντρες" 12 (!) χρονών κι ένας ένας έφεγαν τα παιδιά απ' το χωριό για την ξενιτιά.
Εγώ μόλις σκόλασα το σκολειό έφκα για την Αθήνα για δουλειά, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, και τ' αδέρφια μου.
"Άι ορέ καλό μου, ώρα καλή! Ποιος ξέρει, θα με ματαειδείς π(η)λιό ζωντανόν;"
Έτσι μού (ει)πε ο πάππους μου όταν πήραμαν τον κατήφορο για τη γκορτσιά.
Ο πατέρας μου, είχε τσιουλώσει το κεφάλι να μην τον γλέπω στα μάτια, και δεν έκρενε ίτσιου.
Η μάνα μου με την αδερφή μου σκούπιζαν τα μάτια αράδα, απ' τα δάκρυα.
Όσο φαίνουνταν ακόμα το χωριό, όλο πίσω τήραγα, με τα μάτια γιομάτα δάκρυα.
Ούτε κι αυτοί έφεγαν απ' έκει, σαν νά 'ξεραν ότι τσι τηράω κι εγώ μέσα απ' τ' αυτοκίν(η)το.
Η τελευταία εικόνα που θέλησα να θυμιέμαι σ' όλη μου τη ζωή ήτανε αυτή.
Από κει και πέρα δε θέλω να θυμιέμαι ίτσιου τίποτες, τίποτες, τίποτες...
Κατόπι έρχουνταν η Πρωτομαγιά και πααίναμαν στον Αϊ Νικόλα και γκυλιόμασταν στα χορτάρια και μαζεύαμαν το Μάη και φκιάναμαν στεφάνια για να τα κρεμάσομε στην πόρτα του σπιτιού για γούρι.
Από κει και πέρα αρχίναγαν οι δουλειές στα χωράφια.
Φώναζε ο πάππου Γκέλης απ' το βράδυ για να μαζευτούν να βγάλουν νερονόμο και κατόπι κλήρωναν τ' αυλάκια, ποια μεριά θα πάρει ο καθένας.
"Πάρτε χαμπέριιι!
Όλοι αύριο να μαζευτείτε στην πλατέα του χωριού, για να βγάλομε τ' αυλάκιαααα!"
Τη μια τη βολά φώναζε από τη μια τη μεριά τσ' εκκλησιάς για ν' ακούσει το μισό χωριό και την άλλη από την άλλη μεριά για ν' ακούσει το άλλο μισό.
Κάποια βολά διάβαινε ο μπαρμπα Βασίλης από κάτω απ' τη γκορτσιά και του είπε: "πήραμαν, πήραμαν" και ο πάππους με τη φόρα που 'χε πάρει του φώναξε κι αυτουνού δυνατά: "διάουλους να σε κόψει!".
Θιαμένουνταν ο κόσμος τι έπαθε ο πάππους μου κι είπε έτσι.
Ό,τι να γένονταν στο χωριό ο πάππους μου φώναζε.
"Τσοπαθήτε μο διαόλοι, θα φύγει το χωριό και θ' απομείκομε 'δω", μας ήλεγε η βάβω μου. Πάντα τον άκουγε, άμα κάναμαν αντράλα.
"Λάρωσε ορέ διάολε και κάτσε ψίχα σιάδι που να σου κάτσει η φούρκα" μού 'λεγε η μάνα μου.
Μόναχα ο πάππους μου δε με μάλωνε κι ούτε με βάρεσε ποτές κι ας τού 'βγαζα την ψυχή.
Κανόνιζαν ποια μέρα θα πάνε άντρες και γυναίκες να φκιάκουνε τη δέση, μόλις σκόλαγαν όλα τ' αυλάκια.
Οι γυναίκες κουβάλαγαν κλαριά και φτέρη κι οι άντρες έκοβαν τσι γαϊδάρες για να φκιάκουν την ξυλοδεσιά.
Μόλις σκόλαε το φτέρωμα, έμπαινε μοναχό του το νερό στ' αυλάκι...
Από το ίδιο τ' αυλάκι έπαιρνε κι ο μύλος νερό.
Είχε ένα χωνί μεγάλο κι έπεφτε το νερό με δύναμη στη φτερωτή και γύριζε τη μυλόπετρα για ν' αλέσει το αλεύρι.
Όταν γένουνταν η σπορά μ' έπαιραν κι εμένα κοντά στο χωράφι.
Έριναν το σπόρο και κατόπι σβάριζαν τα χωράφια.
Εμένα μ' έπαιρε ο πατέρας μου ψηλά στη σβάρα ανάμεσα στα ποδάρια του και κρατιόμουν από τσι τριχιές.
Μόλις φύτρωνε το καλαμπόκι, αρχίναε ο σκάλος.
Μαζεύουνταν κάμποσες γυναίκες και τά 'παιρναν με την αράδα τα χωράφια, πότε τσι μιανής και πότε τσ' αλληνής, για να σκολάνε, γιατί ήτανε πολλή η δουλειά.
Εμείς τα παιδιά τσι φέρναμαν νερό φρέσκο απ' το μπορίμι, δέναμαν τα γομάρια στην ποταμιά για να φάνε ριζίνια και για να μην τα τρώνε οι μύγες. Κι άμα δεν είχαμαν τι να κάνομε, πλατσιανάγαμαν στ' αυλάκι.
Ο αδερφός μου έπαιρε το σκόπι με την πεταλούδα και κατήβαινε οπ' κάτω στο ποτάμι κι έπιανε πέστροφες.
Δέναμαν και μάντζες καμιά βολά και τσι τηράγαμαν κάθε λίγο μην έπεκαν κανα ψάρι ή τσ' αλλάζαμαν αγλίστρες.
Κάναμαν και τα ζουλούμια μας...
Εγώ έπιανα αλογόμυγες απ' την ουρά του μ'λαριού και τσ' έρινα ψηλά στην αδερφή μου κι αυτή έβανε το σκουσμό που τσ' έμπαιναν μέσα στα μαλλιά.
Τα μισημέρια καθόμασταν όλοι μαζί κάτω από καναν ίσκιο και τρώγαμαν ό,τι είχεναν κοντά οι μανάδες μας.
Πότε ψωμοτύρι και καμιά βολά αυγά με τυρί, τηγανισμένα, που τά 'φερναν μέσα στο πινάκι.
Τότε κόβαμαν και το πρώτο τριφύλλι.
Άμα ψήλωνε κάμποσο το καλαμπόκι, έκοβαν τη τζιούφα και την έκαναν χερόβολο και τη βάναμαν στην καλύβα για να ταΐζομε τα ζωντανά το χειμώνα.
Όλο και κάτι θα βρίσκαμαν στα μισοσάμαρα. Πότε κανα αστάκι χλωρό που το ψήναμαν στην προύσια και το τρώγαμαν, πότε κανα ξυλάγγουρο!
Στον πάτο στο χωράφι έφκιαναν και μποστάνι, για να βάνουνε ντομάτες, για νά 'ναι κοντά στο ποτάμι γιατί το ποτίζαμαν με ντενεκούλια. Παίραμαν δυο ντενεκέδες, έναν από 'δω κι έναν από 'κει, και κουβαλάγαμαν νερό απ' την ποταμιά για να το ποτίσομε.
Μόλις έδενε το καλαμπόκι, είχαμαν άλλο χάλι.
Έπρεπε να φυλάμε κάθε βράδυ το χωράφι απ' τον άσβο.
Φέραμαν γύρα τσι όχτους με κανα φανάρι ή με φακό για να σκιαχτεί.
Ανάβαμαν και τη στιά για να πυρωνόμεστε αλλά και για να ψήνομε κανα αστάκι "απ' τα κλεμμένα", γιατί μας φαίνουνταν πιο νόστιμα.
Αυτή η δουλειά γιένονταν όλο το καλοκαίρι.
Μια θα φυλάγαμαν τον άσβο, την άλλη θα ποτίζαμαν, ωσότου να γένει το καλαμπόκι και να το μάσωμε για ξέφλο.
Όλα αυτά, ώσπου "γίνκαμαν άντρες" 12 (!) χρονών κι ένας ένας έφεγαν τα παιδιά απ' το χωριό για την ξενιτιά.
Εγώ μόλις σκόλασα το σκολειό έφκα για την Αθήνα για δουλειά, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, και τ' αδέρφια μου.
"Άι ορέ καλό μου, ώρα καλή! Ποιος ξέρει, θα με ματαειδείς π(η)λιό ζωντανόν;"
Έτσι μού (ει)πε ο πάππους μου όταν πήραμαν τον κατήφορο για τη γκορτσιά.
Ο πατέρας μου, είχε τσιουλώσει το κεφάλι να μην τον γλέπω στα μάτια, και δεν έκρενε ίτσιου.
Η μάνα μου με την αδερφή μου σκούπιζαν τα μάτια αράδα, απ' τα δάκρυα.
Όσο φαίνουνταν ακόμα το χωριό, όλο πίσω τήραγα, με τα μάτια γιομάτα δάκρυα.
Ούτε κι αυτοί έφεγαν απ' έκει, σαν νά 'ξεραν ότι τσι τηράω κι εγώ μέσα απ' τ' αυτοκίν(η)το.
Η τελευταία εικόνα που θέλησα να θυμιέμαι σ' όλη μου τη ζωή ήτανε αυτή.
Από κει και πέρα δε θέλω να θυμιέμαι ίτσιου τίποτες, τίποτες, τίποτες...
[Απόσπασμα από το βιβλίο του παπα Γιώργη από τη Ραβενή: "ΤΩΡΕΓΙΑ ΤΟ ΕΞΗΝΤΑ"]
Και με αφορμή το παραπάνω κείμενο ας θυμηθούμε, με τη βοήθεια φωτογραφιών απ' τα παλιά,
τον τρόπο ζωής και τις ασχολίες των κατοίκων της Μουργκάνας.
φωτό: Από την ομάδα της Ραβενής στο facebook |