...Με τα ίδια σκουτιά πααίναμαν σκολειό, με τα ίδια παίζαμαν και με ταύτα κοιμόμασταν.
Πάντα είχαμαν σκολειό, θέλαμαν δε θέλαμαν! Θε νά'ημασταν μπούτσιεροι και μπαλωμένοι, γιατί φίδι που μας έτρω(γ)ε απ' το δάσκαλο.Μας έτρωε η ζανάκα.
Άμα ήγλεπε τα νύχια άκοπα, χάλευε να βρει την καρφίτσα απ' το πέτο του σακακιού, για να μας τη χώσει στη ρίζα στο νύχι.
Πού νυχοκόφτης τότες!
Στσι περσσότερους μας τά 'κοβαν οι μανάδες μας με το ψαλίδι στη ρίζα.
Κόβαμαν και με τα δόντια κάμποσα, να μην τα ιδεί ο δάσκαλος.
Του γκρινιάζαμαν τα δόντια κάθε πρωί, για να ιδεί αν τα πλύναμαν...
Με αλατόνερο οι περσσότεροι.
Είχαμαν και κάμποσοι βούρτσα με οδοντόκρεμα.
Τότες πρέπει νά 'χανε βγει αυτά!
Εμένα και τσι αδερφής μου, μας ήφερε ο πατέρας μου και μας ήλεγε κι αυτός να τα πλένομε...
Αλλά να βάνωμε λίγη αλοιφή για να πορέψει κάμποσο, γιατί ήταν ακριβή.
Ίσια μ' ένα ροβίθι, μας ήλεγε, φτάνει.
Απ' το δάσκαλο τι να κάναμαν, που μας πελέκαε, κεπε αλλιώς ποιος τα χάλευε αυτά!
Μόλις γένονταν ψίχα τα μαλλιά, εμάς τα σερκά, μας ήλεγε: “Αύριο θα να 'ρθετε όλοι κουρεμένοι γουλί”.
Από το απόγιομα κιόλες, έπρεπε να πάμε σε κάποιον να μας κουρέψει.
Όποιος είχενε κανα φράγκο, πάαινε το παιδί του στο Γάκη που ήταν κουρέας, και πετάλωνε και γομάρια κι άλογα στη γέφυρα. Έβγαζε και κανα δόντι με την τανάλια.
Οι άλλοι;
Άλλος στο μπαρμπα Μήτσιη, άλλος στον παπ' Θωμά, άλλος στον πατέρα μου που είχενε μηχανή με το χέρι τότες, άλλος στο μπαρμπα Λιωνίδα κι οι περσσότεροι με το ψαλίδι πό 'κοβαν τα μπαλώματα ή με το προβατοψάλιδο κάμποσοι.
Περσσότερο τα μαχαλιώτικα παιδιά, γιατί εμάς από το δώθε χωριό, μας ήλεγαν ότι πορεύαμαν ψια καλύτερα από τσι μαχαλιώτες!
Μην τα ρωτάς!...
Παιδιά από το σχολείο της Γλούστας μαζί με τη δασκάλα τους. Τη φωτογραφία μου έδωσε η Χαρούλα Κολέλη και την ευχαριστώ πολύ! |
...Από γράμματα, στραποκαμός και φλόγας, οι περσσότεροι.
Ένα σωρό παιδιά έμεισκαν στην ίδια την τάξη.
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του παπα Γιώργη. |
Πού σε πονεί και πού σε κόφτει!
Πάαιναν οι υπερσυντέλικοι, τα κλάσματα και οι παρατατικοί οριό.
Το κάναμαν κούτσουρο.
Κουτσιούμπια μπιτ(ι). Μούγιες.
Αυτός ο μαύρος κοίταε να μας μάθει γράμματα – για να μην τα λεμε όλα κακά για ταύτον – αλλά εμείς το κεφάλι τό 'χαμαν τσιέπι...