Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της Σωτηρίας Μούτσου - Χίνου |
Προχτές που πήγα στη Γλούστα συνάντησα τον παπα-Γιώργη απ' τη Ραβενή που είναι παπάς και στο χωριό μας. Μου έδωσε ένα απόσπασμα από την "εφημερίδα της Ραβενής" όπου ήταν δημοσιευμένο ένα κείμενο δικό του σχετικά με τα έθιμα της αποκριάς και τα παιχνίδια που έπαιζαν τον παλιό καιρό οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, γιατί φαίνεται πως τότε οι πιο μεγάλοι έπαιζαν κι αυτοί σαν τα παιδιά, αν όχι και περισσότερο...
Πέρα από το λαογραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον του κειμένου εντύπωση μου έκανε και η προσπάθεια του παπα-Γιώργη να διατηρήσει αναλλοίωτη τη ντοπιολαλιά της Μουργκάνας θυμίζοντάς μου πολλές λέξεις που είχα μάθει κι εγώ μικρός στο χωριό και τις οποίες τις είχα ξεχάσει με το πέρασμα του χρόνου και με την υιοθέτηση "πρωτευουσιάνικης" προφοράς.
Θα ήθελα, λοιπόν, να τον ευχαριστήσω πολύ, γιατί εκτός από καταπληκτικός άνθρωπος και εξαίρετος παπάς (οι Γλουστινοί είμαστε πολύ τυχεροί που τον έχουμε παπά του χωριού μας) με τη δραστηριότητά του να καταγράφει και να διασώζει το παρελθόν και την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Μουργκάνας, αφήνει σημαντική προίκα στους νεότερους και τους δίνει τη δυνατότητα να μάθουν και να διατηρήσουν τα ήθη και τις παραδόσεις της πατρίδας μας. Είμαι σίγουρος πως θα βρεθεί και ο φορέας (ομοσπονδία Μουργκάνας, αδελφότητα Ραβενής, δήμος Φιλιατών ή κάποιος άλλος) που θα εκδώσει αυτή την καταπληκτική δουλειά!
Τέλος τον ευχαριστώ πολύ που μου έδωσε την άδεια να δημοσιεύσω μερικά κομμάτια απ' αυτή τη σπουδαία δουλειά.
Πουλίζος Χριστόφορος
Παιχνίδια μιας άλλης εποχής... Βαλμάς
Οι άντρες πιάνονταν απ' τη μύτη του σακακιού ο ένας με τον άλλονε, κι ήφερναν γύρες. Ο πρώτος στην αράδα έκανε τον Αφέντη, και κράταε το λορί στο χέρι, κι ο πατηνός το Βαλμά.
Αρχίναγε ο Αφέντης κι ήλεγε του Βαλμά:
-Βαλμά, Βαλμά!
-Ορίστε, Αφέντη σκατοφάη!
-Τι τα'κανες, ορέ, κείνα τα παλιάλογα που σο'δωκα να τα ποτίσεις;
-Τα πήγα στο βάλτο να τα ποτίσω και βούλιαξαν, και σ' έφαε ο λύκος κι εσένα κι αυτά!
-Τα τομάρια, ορέ, τι τα'κανες;
-Τα φύλαξα για να τα 'εις να σκεπαίνεσαι!
-Τ' άντερα τι τα'κανες, ορέ;
-Τα'κανα τριχιές για να ζαλώνεται η γυναίκα σου!
Ήλεγαν και καμιά βολά ό,τι τσι πάαινε στη γνώμη κείν' την ώρα. Νευρίγιαζε κατόπι ο Αφέντης, κυνήγαγε το Βαλμά να τον βαρέσει με το λορί και τσ' έπαιρε σβάρα όλους!
Καβαλτσούρα
Κάθουνταν 5-6 άντρες κύκλο, τσιουλωμένοι, με τα κεφάλια ψω μέσα, κι έκαναν τη γομάρα. Ένας έρχουνταν γύρα με δυο λοριά σμιγμένα, και φύλαε να μην καβαλκέψει καένας. Όποιος ζύγωνε, τον πετσόκοβε με το λορί. Όπου τον έπαιρνε! Στα μούτρα, στσι πλάτες, στα ποδάρια! Άμα κατάφερναν να να καβαλκέψουνε απ' την άλλη ομάδα, έχαναν και κάθουνταν οι άλλοι να κάμουν τη γομάρα.
Κατσικάρι
Άντρες και γυναίκες κάθουνταν όλοι στην αράδα στο πεζούλι, και διάβαινε ένας με το λορί στο χέρι, κι έκανε πως άφηνε ένα κατσικάρι μες στη χούφτα τ' αλλουνού. Ώσπου τ' άφηνε στον πάτο σε κάποιονε, και κατόπι ρώταγε ποιος το'χενε. Άμα δεν το'βρισκες έτρωγες μια με το λορί στην απαλάμη. Άμα το'βρισκες, έτρωγες τρεις γερές μ' όλη τη δύναμη κι έπαιρνες το λορί. Πάαινε το ξύλο τρεις παράδες!
Το βελόνι
Ήτανε όμοιο με το κατσικάρι. Μόνο που όταν ρώταγαν ποιος το'χει, έπιαναν το ποδάρι του διπλανού ο καθένας απ' το γόνα και το βάραγαν στο σιάδι με τη μπάτσα. Έβγαζαν τα κουφά, καθώς μας έλεγε ο μακαρίτης ο πάππου Αρστείδης, γιατί εγώ δεν το θυμιέμαι αυτό το παιχνίδι.
Ντμπρου
Οι άντρες πιάνονταν απ' τη μέση, μισοί απ' τη μια μεριά και μισοί απ' την άλλη, και τράβαγαν οι μισοί τσ' αλλνούς μισούς και φώναζαν:"ντμπρουουου... στη λούτσα!". Κανόνιζαν να ρίξουνε η μια ομάδα την άλλη μες στη λούτσα, αλλά στον πάτο έμπαιναν όλοι μέσα!
Χάψας
Ήφερνε ένας γύρα μ' ένα αυγό διαβασμένο στο ράμμα, κρεμασμένο σ' ένα σκόπι κι έκανε το "χάψα". Και τήραγαν να το χάψουνε όλο, με τα τσιέφλια καμιά βολά... Μας τον έκαναν και στο σπίτι οι μάνες το χάψα και τηράγαμαν ποιος θα μπορέσει να το χάψει, για να το φάει στον πάτο!
ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ
(απόσπασμα από το κείμενο: "Η Εποχή του Πλαστικού)