http://www.diavouleusi.gr/ |
του Μιχάλη Πασιάκου, Ιστοριοδίφη [Ιανουάριος 28, 2011]
Όπως οι αρχαίες επιγραφές που βρίσκονται κάτω από το χώμα μας δίνουν στοιχεία για την ιστορία ενός τόπου, έτσι και τα τοπωνύμια τα οικισμωνύμια και τα μικροτοπωνύμια, μας δίνουν πληροφορίες για τους μακρινούς ονοματοθέτες που χάθηκαν στα βάθη των αιώνων.
Η επίσημη ιστορία θέλει τα πάντα να είναι ελληνικά, η γλώσσα να είναι καθαρή, και να ρέει στις φλέβες μας το ίδιο αίμα τουλάχιστον με του Περικλή και του Πλάτωνα. Αυτή η αρχαιομανία που βοήθησε το νεοελληνικό κράτος να ξεχωρίσει από το βαλκανικό συνονθύλευμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να αποτελέσει ξεχωριστή οντότητα, το ταλαιπωρεί χρόνια τώρα με υπερβολές και άσκοπη επίδειξη ελληνικότητας!
Από τον τόπο αυτό πέρασαν δεκάδες λαοί (μη ξεχνάμε ότι και οι Έλληνες κάποτε ήρθαν από αλλού) κι άφησαν το στίγμα τους, ενώ ταυτόχρονα μπολιάστηκαν με την ευλογία αυτού του τόπου (Ακόμα κι ο πολύς Φαλμεράυερ, αναγνώρισε ότι μας λούζει ο ίδιος ήλιος των αρχαίων!) Τα ονόματα των τόπων παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν (με το κεφάλι βαθειά χωμένο στο χώμα) να αντιστρέψουν την πορεία της ιστορίας…Σλάβοι, Αρβανίτες και Τούρκοι ονοματοθέτες, συνεχίζουν ακόμα να μιλάνε στη γλώσσα τους μέσα από βουνά και λαγκάδια, οικισμούς και μεγαλουπόλεις. Το νεοελληνικό κράτος προσπάθησε με το χωροφύλακα τον παπά και το δάσκαλο να σβήσει αυτές τις φωνές αλλά δεν τα κατάφερε. Ακόμα χαμογελαστά παιδάκια και γέροντες μιλάνε αρβανίτικα, βλάχικα ή τούρκικα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι…πράκτορες άλλου κράτους ή ότι είναι λιγότερο Έλληνες από εκείνους που μιλάνε μόνο ελληνικά!
Στην περιοχή μας που κάποιοι τοποθέτησαν σύνορα, είναι λογικό τα πράγματα να είναι δύσκολα. Ύστερα από αιώνες κοινής διαβίωσης είναι δύσκολο να περάσεις ανάμεσα στους ανθρώπους ένα συρματόπλεγμα. Τέτοιες πρακτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη ρήξη κι αυτό φάνηκε πολύ καλά στο πρόσφατο παρελθόν.
Γιατί όταν προσπαθείς να οπλιστείς με όπλα του παρελθόντος σκοτώνεις το μέλλον.
Η ιστορική έρευνα δεν έχει καμιά σχέση με τις επιδιώξεις των πατριδοκάπηλων όλων των κρατών. Ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια είναι πιο σημαντικός από το σεβασμό σε αφηρημένες έννοιες…
Στις σελίδες που ακολουθούν γίνεται μια πρώτη προσπάθεια να ανιχνευτούν πίσω από τα παλιά ονόματα των θεσπρωτικών χωριών και πόλεων οι πραγματικές αιτίες που τα δημιούργησαν. Η ετυμολόγηση ενός ονόματος είναι δύσκολη και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος για το αποτέλεσμα κι ακόμα δυσκολότερη είναι η σημασιολογική ερμηνεία του. Ο ερευνητής βρίσκεται σε αμηχανία εκλογής ανάμεσα στο πιθανό, στο αβέβαιο και στο άγνωστο (Ν. Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής.)
Σύμμαχος στην ετυμολογική και σημασιολογική προσπάθεια είναι ο φυσικός χώρος του κάθε χωριού (στην αρχική του θέση κι όχι στην περιοχή πιθανής μετοικεσίας) ο οποίος δίνει τη λύση σε πιθανές αμφιβολίες και περισσότερο ρόλο από την περιπλάνηση στο χώρο των βιβλίων και των παλιών χαρτών, έπαιξε η αληθινή περιπλάνηση σε κάθε γωνιά του θεσπρωτικού χώρου. Έτσι λοιπόν η μελέτη αυτή είναι διαρθρωμένη σε δυο άξονες: Τον ετυμολογικό και τον σημασιολογικό. Η διπλή διάρθρωση είναι αναγκαία για την εξερεύνηση του ομιχλώδους τοπίου.
Ακόμη γίνεται μια προσπάθεια να αναφερθεί η παλαιότερη σωζόμενη μνεία ενός τοπωνυμίου που είναι πολύτιμη για την ετυμολόγησή του. Φυσικά δεν λήφθηκαν καθόλου υπ’ όψιν οι μεταγενέστερες μετονομασίες οι οποίες έγιναν πρόχειρα χωρίς καμιά προσπάθεια να ταιριάζουν με το χώρο (αντίθετα η προσπάθεια αποσκοπούσε στην απόκρυψη και συγκάλυψη των στοιχείων. Έτσι για παράδειγμα το Γκρικοχώρι έγινε Γκραικοχώρι και μετά Γρεκοχώρι λες και κατοικούνταν από…Γρεκούς.)
Μετά την παράθεση των οικισμωνύμιων, αλλά και από την γενικότερη μελέτη των τοπωνύμιων στο θεσπρωτικό χώρο, διαπιστώνουμε ότι κυριαρχούν τα Σλαβόθετα, ακολουθούν τα Αλβανόθετα και τέλος τα Ελληνόθετα. (Η ετυμολογική προέλευση των τοπωνυμίων δεν συμβαδίζει με την εθνολογική ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής. Για παράδειγμα οι Σλάβοι έχουν αφομοιωθεί αιώνες πριν και θα ήτανε αστείο να υποστηρίξουμε ότι οι κάτοικοι της Πλεσίβιτσας ή του Πόποβου είναι…Σλάβοι.)
Παρότι Σλάβικα οικισμωνύμια παρατηρούνται παντού στη Θεσπρωτία (μια θεωρία θέλει ακόμα και το όνομα Βεγενετία –η ονομασία ολόκληρης της περιοχής μετά τη Θεσπρωτία- να προέρχεται από το Σλάβικο φύλλο των Βαϊουνιτών οι οποίοι αναφέρονται στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης) φαίνεται ότι οι αρχικοί ονοματοθέτες προτίμησαν τις εύφορες πεδιάδες κι όχι τα ψηλά βουνά, πράγμα που συμφωνεί με τη γενική διαπίστωση ότι οι Σλάβοι ήταν περισσότερο γεωργικός παρά κτηνοτροφικός λαός. Τη δημογραφική έκρηξη των σλάβικων λαών ακολούθησε η κάθοδός τους προς το νότο για εξεύρεση νέων τόπων για εκτατική καλλιέργεια η οποία βασίζονταν κυρίως στην εκχέρσωση μεγάλων εκτάσεων με το κάψιμο των δασών. (Φ. Μαλιγκούδη, Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 13 κεξ.) Πάνω σ’ αυτό το πλαίσιο κινήθηκαν αργότερα (13ος αιώνας) και οι Αλβανοί, οι οποίοι κατέκλυσαν τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές της περιοχής παρότι οικισμωνύμια αλβανικής προέλευσης δε λείπουν από καθαρά ορεινές περιοχές (π.χ. Κουρεμάδι). Οι λαοί αυτοί βέβαια μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά προς τα μεσόγεια και ξανά πίσω. Οι δρόμοι αυτοί που ακόμη και σήμερα ακολουθούν οι ποιμένες, ξεχωρίζουν από τις ονοματοθεσίες που εξυπηρετούσαν τους κτηνοτρόφους της εποχής της ονοματοθεσίας. Έτσι αρκετά από τα τοπωνύμια και οικισμωνύμια της περιοχής της Θεσπρωτίας (και του αντίστοιχου τμήματος του νομού Ιωαννίνων) ονομάστηκαν από την ανάγκη προσανατολισμού των ποιμένων εκείνης της μακρινής εποχής. Έτσι η Κεραμίτσα για παράδειγμα ήταν το μέρος πριν τη γέφυρα (της Μπράνιας) κι ακολουθούσε η Ραβενή το επίπεδο μέρος.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι ντόπιοι δεν συμμετείχαν στις ονοματοθεσίες των χωριών τους. Είναι όμως γνωστό ότι οι κάτοικοι μιας περιοχής συχνά δεν χρησιμοποιούν καμιά ονομασία για το βουνό πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το χωριό τους, το οποίο άλλωστε ονομάζουν απλώς χωριό. Επίσης δεν χρησιμοποιούν ονομασία για το μοναδικό ποτάμι της περιοχής. Λένε πάμε στο ποτάμι κι όχι πάμε στον Καλαμά ή στο Μαυροπόταμο. Από την αρχαιότητα τα ονόματα στα λιμάνια τα ποτάμια και τα βασικά σημεία των οδικών αρτηριών τα έβγαζαν οι ξένοι (αλλά τακτικοί επισκέπτες) προς την περιοχή (έμποροι, βοσκοί κλπ.) γι αυτό και υπάρχει κοινό τοπωνύμιο για ένα ποτάμι π.χ. ενώ αν το ονόμαζαν οι ντόπιοι θα έπρεπε να είχε αρκετά διαφορετικά ονόματα από τις πηγές του μέχρι τις εκβολές…
Όπως παρατηρεί ο Κ. Οικονόμου (Οικωνύμια σ. 350-1) τα περισσότερα ονόματα οικισμών ήταν αρχικά μικροτοπωνύμια τα οποία αργότερα με την εξέλιξη των εγκαταστάσεων των πατριαρχικών γεωργικών ή κτηνοτροφικών φύλων εξελίχθηκαν σε οικωνύμια. Ταυτόχρονα προχωρούσε η γλωσσική αφομοίωση των αρχικών σλάβων ονοματοθετών από τους ελληνόφωνους της περιοχής, τα αρχικά όμως μικροτοπωνύμια που εξελίχθηκαν μαζί με την ανάπτυξη των οικισμών σε οικισμωνύμια ήταν πια γλωσσικά απολιθώματα, ιερά, ταμπού, που δεν άλλαξαν από τους ανθρώπους που πια δεν κατανοούσαν την αρχική σημασία των ονομάτων αυτών.
Έτσι οι ελληνόφωνοι προσαρμόζουν τα αρχικά σλάβικα ονόματα στη γλώσσα τους χωρίς να διαχωρίζουν τις αρχικές λέξεις σε βαθμό που σήμερα να φαντάζουν ακατανόητα. Αντίθετα τα αρβανίτικα ονόματα στις περιοχές που κατοικούσε αρβανίτικο στοιχείο διατηρήθηκαν στον αρχικό τους τύπο μέχρι την εποχή της αλλαγής . Η ύπαρξη ενός ζωντανού γλωσσικού τύπου συνετέλεσε στη σωστή διατήρηση των αντίστοιχων τοπωνυμίων. Σε μέρη όπου κατοικούσαν ελληνόφωνοι, τα αλβανικά τοπωνύμια είχαν την τύχη των παλιότερων σλάβικων (π.χ. το pa bur –χωρίς άντρα- > Μπαμπούρι > Βαβούριον και το gur e made –μεγάλος βράχος-> Κουρεμάδι > Κουρεμάδιον πάνω στην ελληνόφωνη Μουργκάνα.)