«Βγάλαμε τα κόκαλα βιαστικά από το κοιμητούργιο του νεκροταφείου. 'Αλλα σε ξύλινα κασόνια, άλλα σε σακούλες της ζάχαρης, τα περισσότερα χύμα. Μόλις ακούγονταν τ΄ αεροπλάνα, τρυπώναμε μέσα. Βαριά μυρουδιά μούχλας, σάπιος αέρας. Έξω πέφτανε βόμπες, έτρεμε ο τόπος, κάναμε το σταυρό μας μικροί μεγάλοι. Από μέρα σε μέρα τα πράγματα αγρίευαν. Οι αντάρτες πέρα δώθε όλο φούρια, τ΄ αεροπλάνα έρχονταν συχνότερα. Είδαν κι απόειδαν ο κόσμος, ανεβήκαμε στο βουνό, στη Λακκότρυπα. Ανάψαμε φωτιές οι γυναίκες, βάλαμε να μαγειρεύουμε, ο καπνός ανέβαινε ως τον τρούλο, ζαλίζονταν τα περιστέρια. Όσα πέφτανε, τα μαγειρεύαμε επιτόπου. Τ΄ άλλα φτερούγιζαν τρομαγμένα, τα κυνηγούσαν με κουβέρτες, σεντόνια, ώσπου φύγανε τα ζωντανά του Θεού. Τον πάππου σου τον έδερναν θέρμες, δεν μπορούσε ν’ ανεβεί, τον άφησαν χαμηλά στο μονοπάτι με το ξυλοκρέβατο. Μας έστειλε να κατεβούμε κι εμείς. Κατεβήκαμε κακήν κακώς μες στη νύχτα. Ψηλά γινόταν μάχη, πηχτό βουητό, μπουμπουνητά κάθε τόσο. Εμείς στο δρόμο χαμένοι. Διάβηκαν κάτι αντάρτες, μας βάλαν μπροστά, περάσαμε το σύνορο ξημερώματα.»
(όπως τα θυμάται η μάνα μου)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η "Μητριά πατρίδα" είναι το μοναδικό πεζογράφημα του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Πρόκειται για ένα λιτό και ελλειπτικό αφήγημα. Περιγράφει την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα και της οικογένειάς του που βρέθηκαν το 1948 στις σοσιαλιστικές χώρες (Αλβανία, Ουγγαρία), παρά τη θέλησή τους, και την επιστροφή τους στην Ελλάδα το 1954.
Είκοσι έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση (1981) ο Γιάννης Αδαμάκης συναντήθηκε με την "Μητριά πατρίδα". Καρπός αυτής της συνάντησης ενός νεότερου ζωγράφου με έναν πρεσβύτερο ποιητή, ενός παιδιού της μεταπολίτευσης με ένα παιδί του εμφυλίου και τέλος ενός Πειραιώτη με έναν Ηπειρώτη, είναι μια σειρά έργων ανάλογου ήθους με τον κόσμο του βιβλίου, αλλά με το προσωπικό ύφος του Αδαμάκη. Μερικά από αυτά τα έργα κοσμούν τη νέα έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Μελάνι.
Πηγή: Εκδόσεις "Μελάνι"