«Κοντά στις μεγάλες εκτάσεις γης που ενέμοντο οι καταχτητές ανθούσαν στην εποχή της Τουρκοκρατίας τα ελεύθερα χωριά (Κεφαλοχώρια), που κατοικούνταν από μικροϊδιοκτήτες καλλιεργητές. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα συναντούμε στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, εκεί δηλ. που δεν έφτανε το αρπαχτικό χέρι των κατακτητών, όχι γιατί τους έλειπε η διάθεση, αλλά γιατί προτιμούσαν τις εύφορες εκτάσεις των κάμπων. Δημιουργήθηκαν τα πιο πολλά από τις συνεχείς μετακινήσεις του ελληνικού πληθυσμού σε ασφαλέστερα μέρη του εσωτερικού, για την αποφυγή των αφόρητων καταπιέσεων από τους καταχτητές.
Το βόρειο τμήμα της επαρχίας Φιλιατών είναι το πιο ορεινό και άγονο τμήμα της περιοχής. Δεσπόζεται από τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας (υψόμ. 1806 μ.) με χαμηλότερες προεκτάσεις ανατολικά και νότια τον Τσοροβέτσι, τη Βελίκα, τη Μεγάλη Ράχη, τη Βελούνα, την Ταβέρα, την Πλόκιστα κ.ά. Ένας τόπος κλειστός ολόγυρα από βουνά με βαθιές χαραδρώσεις και ορμητικούς χείμαρρους (ξεροπόταμα). Τις δυο μικρές κοιλάδες με πράσινο, διαρρέουν δυο ποταμάκια, η Λαγκάβιτσα, αστείρευτη δροσοπηγή, που αναπηδάει από τα σπλάχνα της Μουργκάνας και εκβάλλει στον Καλαμά, και η Παύλα (ο Ξάνθος) στην Αλβανία. Στα χαμηλότερα μέρη δασωμένες λοφοσειρές με μικρά πλατώματα, υποτυπώδεις «κάμποι» και χωραφάκια, που καλλιεργούνταν με την πατροπαράδοτη τσάπα ή το ζευγάρι. Όπως λέει ο ποιητής:
«Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμούς,
ετούτα είναι η πατρίδα μας μα η Πόυλια
δε λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς».
(Γ. Κοτζιούλας)
(Γ. Κοτζιούλας)
Ο φτωχός και άγονος τόπος έδιωχνε ανέκαθεν τους άρρενες κατοίκους στην ξενιτιά και το καζάντιο του ξενιτεμένου ήταν από παλιά το κύριον εισόδημα της οικογένειας. Όσοι έμεναν πίσω, ιδροκοπούσαν ν’ αποσπάσουν τη λίγη τροφή από τις βουνοπλαγιές τις γεμάτες στουρναρόπετρα.
Η περιοχή απολήγει στα ελληνοαλβανικά σύνορα, που χαράχτηκαν αυθαίρετα πάνω στις οροσειρές Στουγάρας – Μουργκάνας διαχωρίζοντας έτσι την περιοχή από μια ευρύτερη ενδοχώρα με ελληνικούς πληθυσμούς με τους οποίους οι κάτοικοι της επαρχίας είχαν την ίδια καταγωγή και τους είχαν συνδέσει επί αιώνες κοινοί αγώνες και κοινά ιδανικά.
Στο απόμερο αυτό κομμάτι της ηπειρωτικής γης είναι χτισμένα τα 16 χωριά μας. Στην πραγματικότητα συναριθμούνταν σε 25, μαζί με τα 9 εξαρτήματά τους, ενώ μαζί με τα 6 που βρίσκονται σήμερα μέσα από τα αλβανικά σύνορα είναι συνολικά 31 και είναι τα εξής με τη μορφή και την ονομασία που αναφέρονται στα επίσημα έγγραφα της εποχής του αγώνα: (μέσα στην παρένθεση αναγράφεται η σημερινή ονομασία μερικών απ’ αυτά).
1.ο Τσαμαντάς, 2.το Μπαμπούρι, 3.το Λιά και η Κωστάνα (Μηλέα), 4. η Γλούστα (Κεφαλοχώρι) και το Γαρδίκι (Άγιος Γεώργιος), 5. η Λίστα, 6. το Τσαρακλιμάνι (Καλλιθέα), 7. το Κούτσι (Βρυσούλα), 8. η Λεφτοκαρυά, 9. η Μπράνια – αρχαίο Βρυάνιο, 10. του Λύκου (Χαραυγή), 11. η Ραβενή, 12. το Κόκκινο Λιθάρι, 13. το Μαλούνι, 14. η Κεραμίτσα, 15. το Λίμποβο (Κρυονέρι), 16. η Κοκκινίστα καθώς και τα εξαρτήματά τους: 1. Αχούρια Αγίων Πάντων, 2. Αχούρια Μπαμπουρίου, 3. Φατήρι (Κερασοχώρι), 4. Γολά, 5. Αράχωβα, 6. Ζενέλι/Ζεϊνέλ, 7.Φ/ Βορτόπια (Αναβρυτός), 8. Ξέχωρο και 9. Πόβλα (Αμπελώνας).
Τα έξι χωριά που βρίσκονται σήμερα μέσα από τα αλβανικά σύνορα είναι: 1.Μάλτσιανη, 2.Τσαρκοβίστα, 3.Άγιος Ανδρέας, 4.Λουψάτι, 5.Γράβα και 6.Θεολόγου. Ακολουθούσαν πάντοτε στον αγώνα των πανωχωριτών με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Φιλήμονα Κίτσιο, ο οποίος καταγόταν απ’ το χωριό Άγιος Ανδρέας.
Η συγκέντρωση και ανάπτυξη του πληθυσμού της ορεινής αυτής περιοχής τοποθετείται στις αρχές του 17ου αιώνα. Τότε, μετά το αποτυχόν κίνημα του Διονυσίου Φιλοσόφου (Σκυλοσόφου) στα Γιάννενα (1611) και τις τραγικές συνέπειές του για τους Έλληνες, ένα κύμα βίαιου εξισλαμισμού σάρωσε τη δυτική Ήπειρο και τη νότια Αλβανία. Ολόκληρα χωριά στην περιοχή Φιλιατών και Παραμυθιάς, αλλά και στις επαρχίες Δελβίνου και Αργυροκάστρου, αλλαξοπίστησαν. Εκείνοι που αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην αυτοεξορία και στην παραμονή στον τόπο τους. Στη δεύτερη όμως περίπτωση γίνονταν κολίγοι (είλωτες) χωρίς κανένα δικαίωμα στις ατομικές τους ιδιοκτησίες που είχαν γίνει τουρκικές.
Στα χρόνια αυτά η περιοχή της Μουργκάνας αρχίζει να δέχεται δυο μεγάλα κύματα εποικισμού. Το πρώτο προέρχεται από τα χωριά νοτιοδυτικά αυτής, Άγιος Παντελεήμονας, Μαρκάτι, Λινάτι, Γιάνναρη και άλλα της περιοχής Δελβίνου. Τα χωριά αυτά πέρασαν ομαδικά στον ισλαμισμό, που συνεχίστηκε ως τις αρχές του 18ου αιώνα.
Τότε ολόκληρες οικογένειες, που θέλησαν να διαφυλάξουν την πίστη τους και την εθνική τους συνείδηση, διάλεξαν το δρόμο της αυτοεξορίας και βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στα πανωχώρια της Μουργκάνας, Ασπροκλήσι, Τσαμαντάς, Μπαμπούρι, Λια, Λίστα, Γλούστα κ.ά. ...
. . . . . . . . . . . .
... Το δεύτερο κύμα εποικισμού αποτέλεσαν οικογένειες που κατοικούσαν νοτιότερα, στα πεδινά και περισσότερο εύφορα εδάφη της επαρχίας Φιλιατών. Είχαν κυνηγηθεί από εκείνους που νωρίτερα είχαν αλλαξοπιστήσει και είχαν καρπωθεί τους κάμπους και τους ελαιώνες της περιοχής, δηλ. τους Αλβανοτσάμηδες.
Οπωσδήποτε αποτελεί τίτλο τιμής για τους πρώτους γενάρχες των 16 χωριών το γεγονός ότι, στο πείσμα των υλικών αγαθών που τους εξασφάλιζε η αλλαξοπιστία, προτίμησαν τη σκληρή ζωή, που τους περίμενε στη νέα φτωχή και άγονη πατρίδα τους.
Δε ζουν οι αετοί μες στο κλουβί
Κι ούτε οι Πανωχωρίτες
Μες στη σκλαβιά, στη φυλακή!
Κι αν έρθει η μαύρη ώρα
Στη μάχη θα ριχτούνε
Και θ’ αψηφήσουν τη θανή!
Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή στην περιοχή των χωριών της Μουργκάνας, παρατηρούμε ότι η ορεινή αυτή αετοφωλιά θα γίνει στα χρόνια της δουλείας προπύργιο αντίστασης στις αρπαχτικές διαθέσεις των αγάδων και συνάμα ορμητήριο στους απελευθερωτικούς αγώνες που θα ακολουθήσουν.
Από τους πρώτους που επιχείρησαν να κατακτήσουν την περιοχή ήταν ο Αλή Πασάς,...
«ο οποίος προ του εκ ξύλου γκορτσιάς πυροβόλου του Μπαμπουριώτη Τσιάβο Βασίλη ηναγκάσθη να συνθηκολογήσει με τους πολεμίους του».
…Αλλά και στην επανάσταση του 1821 οι 16χωρίτες δεν έμειναν αμέτοχοι. Πολλοί ήσαν εκείνοι που έδωσαν το παρόν στον μεγάλο εκείνο απελευθερωτικό αγώνα του Γένους, είτε σχηματίζοντας οι ίδιοι αντάρτικα τμήματα είτε ακολουθώντας γνωστούς οπλαρχηγούς της εποχής.
…Στα ίδια τα χωριά τους δε χρειάστηκε να πολεμήσουν οι 16χωρίτες. Επί αιώνες ο καταχτητής δεν είχε τολμήσει να πατήσει και πολύ περισσότερο να εγκατασταθεί σ’ αυτά για δυο κυρίως λόγους. Ο ένας ήταν το ανυπόταχτο των κατοίκων. Ο άλλος, η διαμόρφωση του ορεινού εδάφους, που τους εξασφάλιζε ένα σχεδόν απροσπέλαστο οχυρό. Έτσι τετρακόσια χρόνια δουλείας πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν τα σημάδια τους στην περιοχή. Ήταν μια καθαρά ελληνική και χριστιανική περιοχή και τέτοια διατηρήθηκε μέχρι την απελευθέρωσή της το 1913.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η καθαρότητα στη γλωσσική έκφραση των κατοίκων της περιοχής. Όταν σε πολλά μέρη της πατρίδας μας επιχωριάζουν λίγο ή πολύ τα τοπικά ιδιώματα, οι 16χωρίτες διατήρησαν καθαρά και ατόφια την ελληνική λαλιά.
Πράγματι, ενώ σ’ άλλες περιοχές της Ηπείρου συναντούμε τη σφαγή των φωνηέντων (σκ΄λί αντί σκυλί, π΄γάδ΄ αντί πηγάδι κ.λ.π.) εδώ η προφορά των λέξεων μάς έρχεται αυτούσια και αναλλοίωτη. Αυτή η προφορά, στο στόμα μάλιστα των γυναικών, καθώς σέρνεται στα φωνήεντα με μια μουσικότητα, θυμίζει αρχαία προσωδία.»
[Από το βιβλίο των Νικ. Α. Σκόπα και Σπ. Λ. Χαραμόπουλου: «Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ 16 ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΦΙΛΙΑΤΩΝ - ΕΝΑ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΞΕΣΗΚΩΜΑ, 1858-1930», έκδοση της Ομοσπονδίας Μουργκάνας και από το βιβλίο του Γιάννη Θ. Μούτσιου: «ΤΑ ΠΑΝΩΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ», Γιάννενα 1998]