Στην περιοχή των αρχαίων Φανοτέων, μεταξύ των χωριών Κεφαλοχώρι (παλιά ονομασία Πλαγιά και Γλούστα) και Άγιος Γεώργιος (παλιά ονομασία Γαρδίκι) επάνω σε ένα στρογγυλό λόφο με επίπεδη κορυφή βρίσκεται αρχαίος τειχισμένος οικισμός. Το ισοδομικό τραπεζιόσχημο τείχος έχει περίμετρο περίπου 500μ., πάχος 3μ. και καταλαμβάνει έκταση 1,4 εκταρίων.
Σώζεται κυρίως στη βόρεια, τη βορειοανατολική και τη βορειοδυτική πλευρά σε ύψος ενός ή δυο δόμων. Δυο ορθογώνιοι πύργοι (διαστ. 8 Χ 6μ.) προστατεύουν τη βόρεια βατή πλευρά και την πύλη που βρίσκεται αμέσως Δ των πύργων. Εξωτερικά του κύριου τείχους διακρίνονται λείψανα ενός ισοδομικού προτειχίσματος. Στη νότια πλευρά υπάρχουν σωροί λιθαριών από κάποια νεότερη ασβεστόχτιστη κατασκευή. Εσωτερικά της πύλης διατηρούνται θεμέλια ορθογώνιου κτηρίου (διαστ. 9 Χ 6,5μ.) καθώς και ενός άλλου στο κέντρο του κάστρου.
Στην ακρόπολη αφθονούν τα άβαφα όστρακα και κεραμίδια στέγης ελληνιστικών χρόνων.
Επίσης υπάρχουν αναφορές για τάφους και πήλινους σωλήνες αρχαίου υδραγωγείου βορειότερα.
Βιβλιογραφία:
1.Σ. Δάκαρης, Θεσπρωτία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, 15, Αθήνα 1972, σ. 6, 10, 158, 161, 163, 184, 206, 212κ.α.
"...Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Καθηγητής της Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κος Δάκαρης ο οποίος στο βιβλίο του “Οχυρώσεις Ελληνο-Αλβανικής μεθορίου” του 1972 και στις σελίδες 158-159 αναφέρει:
Στην συμβολή των ποταμών Τορίτσα και Λαγκαβίστα (Λαγκάβιτσα), νότια του χωριού Γαρδίκι, βρίσκεται οχυρωμένος οικισμός. Καταλαμβάνει ένα χαμηλό λόφο απόκρημνο στις τρεις πλευρές του εκτός της βόρειας.
Ο αρχαίος αυτός οικισμός προστατευόταν μόνο στην βόρεια πλευρά του από ισχυρή ισοδομική οχύρωση με δύο πύργους. Οι απόκρημνες λοιπές πλευρές καθιστούσαν περιττή την ανάγκη οχύρωσης. Ο εσωτερικός χώρος έκτασης 14 στρεμμάτων διαμορφώνεται με την δημιουργία(?) στα οποία διακρίνεται η ύπαρξη κτιρίων ασαφούς κάτοψης. Αξιοσημείωτη είναι και η ύπαρξη της κεραμικής που βρίσκεται διάσπαρτη σε όλη την έκταση του τοιχισμένου χώρου, βάσει της οποίας ο οικισμός θα μπορούσε να χρονολογηθεί στους ύστερους κλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους. Στο γειτονικό Κεφαλοχώρι αποκαλύφθηκε οικογενειακός κιβωτιόσχημος τάφος με πλούσια κτερίσματα (τέλη 3ου ως 100 π.χ,) που ίσως συνδέεται με τον οικισμό...
................................................
...Το οχυρό πολισμάτιον του Γαρδικίου κατεστράφη ολοσχερώς από τον Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο Β’ περί το 167 π.χ. (Hammond) μαζί με τα κάστρα από τις γύρω περιοχές σε αντίποινα της καταστροφής που είχε προξενήσει ο Βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία.
Ιστορικός θα μείνει ο τρόπος κατάληψης του κάστρου από τους πολιορκητές διότι ήταν όντως απόρθητο. Το Κάστρο ήταν απροσπέλαστο και οι κάτοικοί του είχαν οχυρωθεί μέσα και πολεμούσαν σθεναρά επί πολλούς μήνες. Ο Αιμίλιος Παύλος επέμενε πάρα πολύ για την άλωση του κάστρου αφ’ ενός διότι ο Πύρρος από το σημείο εκείνο συνέταξε τα στρατεύματά του και εξόρμησε δια την Ιταλία και αφ’ ετέρου γνώριζε ότι σ’ αυτό το κάστρο ο Πύρρος έκρυβε τους θησαυρούς του. Το κάστρο όμως είχε και την Αχίλλειο πτέρνα του. Το Κάστρο υδρεύετο από την πηγή του Βασίλη Τάτση, 800 μέτρα βορειότερα και μέσω κρυφού υπογείου αγωγού (σούγιαλο) το νερό έφτανε μέσα στο Κάστρο.
Ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, λένε ότι οι πολιορκητές για να ανακαλύψουν τον τρόπο ύδρευσης ετάισαν ένα άλογο επί 40 ημέρες μόνο με βρώμη και κριθάρι χωρίς καθόλου νερό Το άφησαν κατόπιν ελεύθερο έξω από το Κάστρο και αυτό έψαξε μυρίζοντας την γη και σε ένα σημείο άρχισε να σκάβει με τα πόδια του. Ακριβώς κάτω από το σημείο αυτό περνούσε το σούγιαλο το οποίο οι πολιορκητές βρήκαν και έτσι διέκοψαν την τροφοδοσία νερού στο Κάστρο.
Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι ένα από τα υλικά της κατασκευής του σούγιαλου ήταν και το ασπράδι αυγού.
Μόλις τέλειωσαν τα αποθεματικά νερού της δεξαμενής εντός του Κάστρου (Φιλανδός Δόκτωρ αρχαιολογίας Mr. Bjorn Forsen) οι κάτοικοι παραδόθηκαν στους κατακτητές του Αιμιλίου Παύλου Β΄.
Aλλο κύριο χαρακτηριστικό μεταξύ μύθου και ιστορίας είναι ότι στο κάστρο βασίλευε η ΜΟΝΟΒΥΖΑ.
Σε μία μάχη έξω από τα τείχη του Κάστρου ηγείτο ο υιός της Μονοβύζας ο οποίος ερχόταν από την Μπράνια προς βοήθεια του Κάστρου. Πληγώθηκε και συνελήφθη ζωντανός όμως από τους εχθρούς καθ’ οδόν προς το Κάστρο. Μόλις ειδοποίησαν την Βασίλισσα για το πλήγωμα και σύλληψη του υιού της στον κάμπο, αυτή απήντησε Μαύρος Κάμπος να γένει. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή του κάμπου ονομάζεται Μαυρόκαμπος.
Η Μονοβύζα επίσης καταράστηκε και την Μπράνια που δεν βοήθησε το παιδί της με στρατιώτες και είπε:
"Τα δώδεκα σπίτια (του χωριού) της Μπράνιας δεκατρία να μη γίνουν, Ούτε Παπάς ούτε Δάσκαλος να στεριώσει σε αυτή."
Την ώρα πού τον μετέφεραν, ο γιός της Μονοβύζας αντέδρασε και έτσι τον σκότωσαν σε ένα σημείο μετά τα Βορτόπια. Η περιοχή αυτή ονομάζεται μέχρι και σήμερα "χάλασμα", επειδή εκεί "χαλάστηκε" / σκοτώθηκε ο γιος της Μονοβύζας.
Άλλο χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής ήταν η έλλειψη νερού στην γύρω περιοχή. Η πηγή του σημερινού κεφαλόβρυσου (μάννα του νερού) από τα νερά της οροσειράς της Μουργκάνας χώνευε το νερό στο σημείο ακριβώς που έβγαινε. Η παράδοση λέει ότι η Βασίλισσα του Κάστρου έδωσε εντολή στους εργάτες να ρίξουν παλιούρια μέσα στην τρύπα και κατόπιν πάρα πολύ μαλλί από πρόβατα κατόπιν εισηγήσεως ενός αξιωματούχου του κάστρου. Οι εργάτες πραγματοποίησαν τις εντολές αυτές αλλά δεν είδαν άμεσα κανένα αποτέλεσμα. Φοβούμενοι τις συνέπειες της αποτυχίας από την Μονοβύζα, εγκατέλειψαν την περιοχή.
Μετά από μία περίπου εβδομάδα η περιοχή ξεχείλισε από νερό και η Βασίλισσα ζήτησε να ειδοποιηθούν οι εργάτες να έρθουν για να τους ευχαριστήσει. Δυστυχώς οι εργάτες ποτέ δεν πίστεψαν στα λεγόμενα των αγγελιαφόρων και δεν επέστρεψαν.
Μετά την καταστροφή του Κάστρου από τον Αιμίλιο Παύλο Β΄ η πόλις μετεφέρθη περί τα 200 μέτρα βορειότερα, ερείπια της οποίας υφίστανται μέχρι σήμερα.
Μετά από ένα καταστροφικό σεισμό, άγνωστο πότε, το χωριό μετεφέρθη ακόμη βορειότερα στη ράχη όπου είναι και η σημερινή του θέση."