Ιστορική αναδρομή της Θεσπρωτίας
© ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Γενικά ιστορικά στοιχεία
1. Η ευρύτερη περιοχή και η μορφολογία της Η Θεσπρωτία βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του ελλαδικού χώρου και καταλαμβάνει μία εξαιρετικά ορεινή περιοχή μεταξύ των δυτικών οροσειρών της Πίνδου και των ακτών του Ιονίου. Γεωμορφολογικά χαρακτηρίζεται από σχεδόν παράλληλους μεταξύ τους ορεινούς όγκους που διακόπτονται από τις κοιλάδες των ποταμών Καλαμά και Αχέροντα και των μικρότερων παραποτάμων τους.
Κατά την αρχαιότητα η Θεσπρωτία καταλάμβανε σε γενικές γραμμές την έκταση του σύγχρονου ομώνυμου νομού, με την προσθήκη μικρού τμήματος της σημερινής Ν. Αλβανίας και της επαρχίας Πάργας του Ν. Πρεβέζης. Πρόκειται για μία περιοχή πλούσια σε αρχαία γραπτή παράδοση, που έχει να επιδείξει κι ένα ανεξάντλητο πλούτο μνημείων: δεκάδες οχυρωμένους και ανοχύρωτους οικισμούς όλων των εποχών -μερικοί τόσο μεγάλοι σε έκταση και πληθυσμό την περίοδο της ακμής τους, που θα τους ζήλευε η σύγχρονη Θεσπρωτία- κάστρα στρατιωτικού χαρακτήρα, νεκροπόλεις, καθώς και εκατοντάδες θέσεις με μεμονωμένα αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά και μεταγενέστερα μνημεία.
2. Ιστορικό πλαίσιοΗ Παλαιολιθική Εποχή.
Η εμφάνιση του ανθρώπου στο θεσπρωτικό χώρο ανάγεται στην Παλαιολιθική Περίοδο, που τοποθετείται χρονικά από 2.000.000 μέχρι 10.000 χρόνια πριν από τις μέρες μας. Είναι η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος ζει νομαδικά και κατοικεί εποχιακά σε σπήλαια και υπαίθριες θέσεις, εξασφαλίζοντας την τροφή του με το κυνήγι και τη συλλογή φρούτων και καρπών.
Η μορφολογία του εδάφους της Θεσπρωτίας κατά την περίοδο αυτή δεν ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Κυριαρχούσαν τα βουνά με στενές κοιλάδες μεταξύ τους, όπου συγκεντρώνονταν εποχιακά νερά και δημιουργούνταν μικρές λίμνες. Η βλάστηση αντιπροσωπευόταν από μικρούς χαμηλούς θάμνους και σποραδικές μικρές συστάδες δένδρων. Όσον αφορά στην πανίδα -όπως και στην υπόλοιπη Ήπειρο και την Κέρκυρα- στην περιοχή ζούσαν ζώα, όπως ο αίγαγρος, ο αγριόχοιρος, το ελάφι, η αρκούδα και άλλα είδη μικρών και μεγάλων θηλαστικών.
Οι νομάδες της παλαιολιθικής εποχής στη Θεσπρωτία κατοικούσαν γύρω από τις μικρές λίμνες, σε φυσικές σπηλιές στα κοιλώματα των βράχων, στους πρόποδες των βουνών και κυνηγούσαν για να επιβιώσουν είτε γύρω από αυτές είτε στα φυσικά περάσματα, όπως εκείνο του Ελευθεροχωρίου, μεταξύ των ορεινών όγκων της Χιονίστρας και του Κορύλλα.
Τα έως τώρα ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής στη Θεσπρωτία, στην πλειονότητά τους λίθινα εργαλεία, χρονολογούνται στη Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική Περίοδο, οι οποίες εκτείνονται από τα 100.000 ~ 10.000 χρόνια πριν από σήμερα και προέρχονται κυρίως από αποθέσεις ερυθρογής (κοκκινοχώματος). Οι παλαιολιθικές ομάδες προμηθεύονταν την πρώτη ύλη για την κατασκευή των εργαλείων τους κυρίως στις όχθες των ποταμών, στην προκειμένη περίπτωση του Καλαμά, του Αχέροντα και του παραπόταμου του τελευταίου Κωκυτού, όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα σε αφθονία κροκάλες πυριτόλιθου.
Η Μεσολιθική και η Νεολιθική Εποχή.
Στη Θεσπρωτία δεν έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα πολλά στοιχεία σχετικά με τη Μεσολιθική (περίπου 10.000 ~ 9.000 π.Χ.) και τη Νεολιθική περίοδο (περίπου 9.000 ~ 2.800 π.Χ.). Κατά τις περιόδους αυτές ο προϊστορικός άνθρωπος από τροφοσυλλέκτης και κυνηγός μεταμορφώνεται σταδιακά σε γεωργό και κτηνοτρόφο και εξοικειώνεται με την κατεργασία του πηλού και την κατασκευή ψημένων στη φωτιά πήλινων αγγείων για τις καθημερινές του ανάγκες.
Ενδείξεις για την κατοίκηση στη Θεσπρωτία την εποχή αυτή έχουμε από τα σπήλαια της Σίδερης και της Ψάκκας, στα οποία έχουν βρεθεί επιφανειακά ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα, θραύσματα από προϊστορικά αγγεία και λεπτομερέστερα επεξεργασμένα λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο.
Η Εποχή του Χαλκού.
Λίγα στοιχεία έχουμε για τη Θεσπρωτία και για την Εποχή του Χαλκού (2.800 ~ 1.100 π.Χ.). Γύρω στο 2.000 π.Χ., εγκαθίστανται ειρηνικά στην Ήπειρο τα πρώτα ινδοευρωπαϊκά ελληνόφωνα φύλα, οι Θεσπρωτοί. Οι πληθυσμοί αυτοί διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό το νεολιθικό τρόπο ζωής και δεν είχαν έρθει σε επαφή με τη χρήση και την κατεργασία των μετάλλων. Η βάση της οικονομίας τους ήταν αγροτοκτηνοτροφική.
Κατά την περίοδο αυτή, ο πληθυσμός της Θεσπρωτίας αλλά και της Ηπείρου γενικότερα, κατοικεί σε πρόχειρους, ημιμόνιμους οικισμούς με αχυρόπλεκτες καλύβες, ανεβοκατεβαίνοντας εποχιακά με τα κοπάδια του στην Πίνδο. Το κυνήγι, το ψάρεμα και η υλοτομία αποτελούν συμπληρωματικές δραστηριότητες των Θεσπρωτών.
Γύρω στο 15ο αιώνα π.Χ. σχηματίζονται οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί στο θεσπρωτικό χώρο, πάνω σε οχυρά εξάρματα ή γηλόφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο λοφίσκος του Πύργου Ραγίου, από όπου προέρχονται αγγεία και εργαλεία της εποχής αυτής.
Ενδείξεις κατοίκησης υπάρχουν και από την πεδιάδα της Παραμυθιάς, η οποία συνδυάζει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, που αρδεύονται εύκολα από τα νερά του Κωκυτού, με τις περιμετρικά δυσπρόσιτες οχυρές θέσεις, από τις οποίες μπορεί κανείς να έχει πλήρη εποπτεία της ευρύτερης περιοχής.
Η εικόνα της Θεσπρωτίας αρχίζει να αλλάζει σταδιακά κατά το 14ο αι. π.Χ., όταν οι Μυκηναίοι κάτοικοι της νότιας Ελλάδας εξαπλώνονται σταδιακά προς το βορειοδυτικό τμήμα του ελλαδικού χώρου και την ιταλική χερσόνησο και ιδρύουν οχυρωμένες εγκαταστάσεις – ακροπόλεις στους νοτιότερους όρμους της Θεσπρωτίας.
Μία από αυτές ήταν η Εφύρα ή Κίχυρος, το μοναδικό παράδειγμα οχυρωμένου οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων στην Ήπειρο. Είναι χτισμένη σε καίρια θέση, από όπου ξεκινούσαν οι δρόμοι προς το εσωτερικό της Θεσπρωτίας κατά μήκος των κοιλάδων του Αχέροντα και του Κωκυτού, αλλά και προς τα νότια μέχρι την περιοχή της Αμβρακίας. Την επίδραση του μυκηναϊκού κόσμου μαρτυρά και η ύπαρξη στην περιοχή της Κίπερης Πάργας, στα όρια των Νομών Πρέβεζας και Θεσπρωτίας, ενός μοναδικού στην Ήπειρο θολωτού τάφου.
Η ύπαρξη τέτοιων μυκηναϊκών σταθμών στα νότια θεσπρωτικά παράλια, σίγουρα επηρέασε τη ζωή του ντόπιου πληθυσμού, που εξακολουθούσε ωστόσο να ζει σε μικρές ανοχύρωτες κώμες και να ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τμήμα μιας τέτοιας εγκατάστασης ανασκάφηκε στη βορειοανατολική είσοδο της κοιλάδας της Παραμυθιάς στη θέση «Στένες» Γκρίκας.
Η Γεωμετρική και η Αρχαϊκή Εποχή.
Γύρω στο 1.100 π.Χ. περίπου έχουμε τις σημαντικότερες μετακινήσεις των ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο. Οι Θεσπρωτοί μέχρι και την εποχή αυτή κατείχαν εδαφικά ολόκληρη την περιοχή μεταξύ Αμβρακικού, Ιονίου και Πίνδου, έχοντας ως ανατολικό όριό τους την κορυφογραμμή μεταξύ της κοιλάδας της Δωδώνης και των Ιωαννίνων.
Οι οικισμοί την περίοδο αυτή χαρακτηρίζονται από καλύβες με λιθόκτιστο το κάτω τμήμα τους, που συχνά προστατεύονται από περίβολο, όπως λ.χ. αυτές που έχουν ανασκαφεί στη Βίτσα Ζαγορίου στο Νομό Ιωαννίνων.
Στη Θεσπρωτία δεν έχουν εντοπιστεί -με απόλυτη βεβαιότητα- ανάλογοι οικισμοί των πρώιμων ιστορικών χρόνων. Οι ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών, ωστόσο, έχουν φέρει στο φως ενδείξεις από την περιοχή του Αετού Φιλιατών για ανοχύρωτο οικισμό με μονόχωρες ή δίχωρες ορθογώνιες ή αψιδωτές οικίες, που πιθανότατα να χρονολογούνται στην πρώιμη αυτή εποχή.
Παράλληλα, οι ευλίμενες ακτές της Θεσπρωτίας και η πρόσφορη θέση της ως προς την Ιταλία και την Αδριατική, μετά από τους Μυκηναίους, κίνησαν και το ενδιαφέρον των νοτίων Ελλήνων των ιστορικών χρόνων. Ο αποικισμός των Ηλείων τον 8ο και των Κορινθίων και Κερκυραίων τον 7ο και 6ο π.Χ. αι. από τον Αμβρακικό μέχρι την Επίδαμνο επέφερε την επανασύνδεση των σχέσεων της Ηπείρου με τη νότια Ελλάδα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά από την ανακάλυψη θέσης των γεωμετρικών χρόνων (900 ~ 700 π.Χ.) με πολύ καλής ποιότητας κεραμική εισαγμένη από τη νότια Ελλάδα, στον κάμπο της Παραμυθιάς το καλοκαίρι του 2005.
Η κλασική και η ελληνιστική εποχή.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι κάτοικοι της Θεσπρωτίας ήταν οργανωμένοι σε φύλα και ως τα τέλη του 5ου ~ αρχές 4ου αι. π.Χ. κατοικούσαν σε ατείχιστες κώμες, ενώ η οικονομία τους ήταν κατά βάση αγροτοκτηνοτροφική.
Τον 5ο π.Χ. αι. καταργήθηκε στη Θεσπρωτία η βασιλεία: Κατά το Θουκυδίδη, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου το 429 π.Χ., οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες ήταν «αβασίλευτοι».
Στις αρχές του 4ου π.Χ. αι. οι Μολοσσοί προσαρτούν τη Δωδώνη και γενικά ολόκληρη την ανατολική Θεσπρωτία, περιορίζοντας την εδαφική επικράτεια των Θεσπρωτών, οι οποίοι πιθανότατα υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών (390 - 340 π.Χ.). Σημαντικό βήμα για το συνασπισμό των θεσπρωτικών φύλων αποτέλεσε η ίδρυση Θεσπρωτικού Κοινού στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Λίγο αργότερα θα προσχωρήσουν στη Συμμαχία των Ηπειρωτών, που οργανώνεται το 333/323 π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς και από το σημείο αυτό και έπειτα η ιστορία τους ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία της Συμμαχίας. Την ίδια αυτή περίοδο, κάτω από την πίεση των Μολοσσών από τα ανατολικά οι Θεσπρωτοί επεκτείνονται προς τα βόρεια, διαβαίνουν τον Καλαμά, που μέχρι τότε αποτελούσε το προς βορρά όριό τους, και επεκτείνονται στη νότια Κεστρίνη.
Στον 4ο αι. π.Χ. ιδρύονται για πρώτη φορά στο θεσπρωτικό χώρο οι πρώτοι οικισμοί με μέγεθος μίας πραγματικής πόλης. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται μετά το 350 π.Χ.: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται και δημιουργούνται πόλεις με πλήρη οικιστική οργάνωση.
Στα τέλη του 4ου ή το αργότερο στις αρχές του 3ου π.Χ. αι. αρχίζει σταδιακά και η δημιουργία μεγάλων ή μικρότερων οχυρώσεων, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν πάντα τον πυρήνα πραγματικών πόλεων, καθώς πολλοί παρέμειναν απλά οχυρά, στα οποία κατέφυγαν οι πληθυσμοί της ευρύτερης περιοχής κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών. Η ίδρυση κάποιων νέων τειχισμένων οικισμών και η ενίσχυση των παλαιών εντάσσεται και στα πλαίσια της γενικότερης στρατηγικής του Πύρρου, με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας του εκτεταμένου βασιλείου του.
Οι περισσότεροι από τους νέους αυτούς οικισμούς και οχυρώσεις βρίσκονται σε φυσικά οχυρές θέσεις κατά μήκος των κοιλάδων του Αχέροντα, του Καλαμά και των παραποτάμων τους, σε διασταυρώσεις σημαντικών χερσαίων αρτηριών και σε θέσεις, από όπου ελέγχονται οι ποτάμιες διαβάσεις.
Οι Θεσπρωτοί συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα του Β΄ και Γ΄ Μακεδονικού πολέμου, ενώ βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων που οδήγησαν στην κατάκτηση της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Η ρωμαϊκή κατάκτηση σηματοδοτεί το τέλος της ακμής των θεσπρωτικών πόλεων αλλά και των υπόλοιπων αστικών κέντρων του ηπειρωτικού χώρου, καθώς καταστρέφονται ολοσχερώς και εγκαταλείπονται σχεδόν στο σύνολό τους ως αντίποινα για τη φιλομακεδονική στάση τους. Ο εξανδραποδισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού οδηγεί και στην ερήμωση της άλλοτε ευημερούσας υπαίθρου.
Η περίοδος μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση.
Για τους οχυρούς περιβόλους και τις οχυρωμένες πόλεις - ακροπόλεις της Θεσπρωτίας των ύστερων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, οι περισσότεροι από τους οποίους -σύμφωνα με τις φιλολογικές μαρτυρίες- φαίνεται ότι καταστράφηκαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, ελάχιστα στοιχεία διαθέτουμε για την περίοδο μετά το 167 π.Χ. Η καταστροφή των θεσπρωτικών πόλεων επιβεβαιώνεται τόσο από τη συστηματική καταστροφή των οχυρώσεων, όσο και από τα πλούσια κεραμικά ευρήματα από τα αποκαλυφθέντα, κατά τις ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών, στρώματα καταστροφής δημόσιων κτιρίων τους.
Εντούτοις, η ζοφερή αυτή εικόνα τείνει να ανασκευαστεί από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες. Ο θεσπρωτικός αλλά και ο ευρύτερος ηπειρωτικός χώρος, συνεχίζουν να επιβιώνουν, ίσως όχι σε τόσο σημαντικά πολιτικά κέντρα, όσο αυτά της προηγούμενης περιόδου, αλλά σε μικρές κώμες υπό τον έλεγχο Ρωμαίων αποίκων ή ντόπιων μεγαλοκτηματιών και αργότερα σε περισσότερο οργανωμένους οικισμούς με σημαντική εμπορική δραστηριότητα. Η αποδιοργάνωση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών και οι αλλαγές που επήλθαν στον καθημερινό τρόπο ζωής, είναι μάλλον η αιτία για την εγκατάλειψη των παραδοσιακών κέντρων εξουσίας, αλλά και για τη θλιβερή εικόνα με την οποία οι πηγές παρουσιάζουν την κατάσταση στην Ήπειρο την περίοδο αυτή.
Η γενική ερήμωση της περιοχής θα ήταν μάλλον αδιανόητη, αν λάμβανε κανείς υπόψη του την καίρια θέση της Ηπείρου για την επικοινωνία Ανατολής και Δύσης, αλλά και την ίδρυση αυτή την εποχή δύο μεγάλων αστικών κέντρων, της Νικόπολης και του Βουθρωτού. H ίδρυση εξάλλου της Φωτικής και η ύπαρξη σε αυτή Βουλής κατά το 2ο αι. μ.Χ., όπως μαρτυρείται από επιγραφές των ρωμαϊκών χρόνων, υποδεικνύει ότι ο οικισμός αυτός λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο, πιθανότατα εξαρτημένο από τη Νικόπολη.
Από τα παραδοσιακά, βέβαια, κέντρα, τις μεγάλες οχυρωμένες πόλεις των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, μόνο η Ντόλιανη, η οποία μάλιστα είναι γνωστό ότι παραδόθηκε στους Ρωμαίους χωρίς μάχη το 168 π.Χ., και σε πολύ μικρότερο βαθμό το Δυμόκαστρο σώζουν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που θα μπορούσαν να αποδοθούν χρονολογικά στους ρωμαϊκούς χρόνους. Σποραδικές ενδείξεις κατοίκησης αυτή την εποχή υπάρχουν και από την Ελέα.
Κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, οι κυριότεροι οικισμοί βρίσκονται στα παράλια της Θεσπρωτίας και κατά μήκος της οδού που συνέδεε τα δύο σημαντικά αστικά κέντρα της περιοχής, τη Νικόπολη και το Βουθρωτό. Οι γνώσεις μας για την τύχη των θεσπρωτικών πόλεων της εποχής είναι πενιχρές. Η ειρήνη πάντως που επικρατεί στους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, για να διακοπεί απότομα με τις επιδρομές των Γότθων στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., σίγουρα θα επέτρεψε την ανάπτυξη και ευρύτερων, περισσότερο οργανωμένων, αστικών μονάδων. Μία από αυτές ήταν ο παραθαλάσσιος οικισμός που δημιουργήθηκε στην περιοχή του Λαδοχωρίου Ηγουμενίτσας.
(http://cultureportalweb.uoi.gr/cultureportalweb/upload_files/1196338046_439_.doc)
(Πηγή: Θεοδώρα Λάζου)