ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ:
ΒΑΛΜΑΣ: Στο Βαλμά, πιάνονταν οι άντρες από τη μύτη του σακακιού ο ένας με τον άλλονε, κι ήφερναν γύρες. Ο πρώτος στη αράδα έκανε τον αφέντη, και κράταε το λορί στο χέρι, κι ο πατηνός το Βαλμά. Αρχίναγε ο αφέντης κι ήλεγε του Βαλμά: «Βαλμά, Βαλμά!» «Ορίστε αφέντη σκατοφάη!» «Τι τα ‘κανες ορέ κείνα τα παλιάλογα που σο ‘δοκα να τα ποτίσεις;» «Τα πήγα στο βάλτο να τα ποτίσω και βούλιαξαν, και σ’ έφαε ο λύκος κι εσένα κι αυτά.» «Τα τομάρια ορέ τι τα ‘κανες;» «Τα φύλαξα για να τά εις να σκεπαίνεσαι.» «Τα άντερα τι τά ‘κανες ορέ;» «Τα ‘κανα τριχιές για να ζαλώνετε η γυναίκα σου.» Ήλεγαν και καμιά βολά ότι τσι πάαινε στη γνώμη κείν’ την ώρα. Νευρίγιαζε κατόπι ο αφέντης, και κυνήγαγε το Βαλμά να τον βαρέσει με το λορί, και τσ’ έπερε σβάρα όλους.
ΚΑΒΑΛΤΣΟΥΡΑ: Στην καβαλτσούρα, κάθουνταν 5-6 άντρες κύκλο, τσιουλωμένοι με τα κεφάλια ψω μέσα, κι έκαναν τη γομάρα. Ένας έρχουνταν γύρα με δυο λοριά σμιγμένα, και φύλαε να μην καβαλκέψει καένας. Όποιος ζιύγωνε, τον πετσόκοβε με το λορί. Όπου τον έπαιρε. Στα μούτρα, στσι πλάτες, στα ποδάρια! Άμα κατάφεραν να καβαλκέψουνε από την άλλη ομάδα, έχαναν και κάθουνταν οι άλλοι να κάνουν τη γομάρα.
ΚΑΤΣΙΚΑΡΙ: Στο κατσικάρι, κάθουνταν άντρες και γυναίκες όλοι στη αράδα στο πεζούλι, και διάβαινε ένας με το λορί στο χέρι, κι έκανε πως άφηνε ένα κατσικάρι μεσ’ τη χούφτα τα αλλουνού. Ώσπου τ’ άφηνε στον πάτο σε κάποιονε, και κατόπι ρώταγε ποιος το χενε. Άμα δεν το ‘βρισκες, έτρωγες μια με το λορί στην απαλάμη. Άμα το ‘βρισκες, έτρωγες τρείς γερές μ’ όλη τη δύναμη, κι έπαιρνες το λορί. Πάαινε το ξύλο, τρεις παράδες.
ΝΤΜΠΡΟΥ: Στο ντμπρου, πιάνονταν οι άντρες απ’ τη μέση, μισοί από τη μια μεριά, και μισοί από την άλλη, και τράβαγαν οι μισοί τσ’ άλλνούς τσι μισούς, και φώναζαν: «ντμπρουουου… στη λούτσα!». Κανόνιζαν να ρίξουνε η μια ομάδα την άλλη μεσ’ τη λούτσα, αλλά στον πάτο έμπαιναν όλοι μέσα. Το βελόνι ήτανε όμοιο με το κατσικάρι. Μόνο που όταν ρώταγαν ποιος το χει, έπιαναν το ποδάρι του διπλανού ο καθένας απ’ το γόνα, και το βάρεγαν στο σιάδι με τη μπάτσα. Έβγαζαν τα κουφά, κατως μας ήλεγε ο μακαρίτης ο πάππου Αρστείδης, γιατί εγώ δεν το θυμιέμαι αυτό το παιγνίδι.
ΧΑΨΑΣ: Κατόπι ήφερνε ένας γύρα μ’ ένα αυγό διαβασμένο στο ράμμα, κρεμασμένο σ’ ένα σκόπι, κι έκανε το χάψα. Και τήραγαν να το χάψουνε, όλο με τα τσιέφλια καμιά βολά. Μας τον έκαναν και στο σπίτι οι μάνες το χάψα, και τηράγαμαν ποιος θα μπορέσει να το χάψει, για να το φάει στον πάτο.
ΒΑΛΜΑΣ: Στο Βαλμά, πιάνονταν οι άντρες από τη μύτη του σακακιού ο ένας με τον άλλονε, κι ήφερναν γύρες. Ο πρώτος στη αράδα έκανε τον αφέντη, και κράταε το λορί στο χέρι, κι ο πατηνός το Βαλμά. Αρχίναγε ο αφέντης κι ήλεγε του Βαλμά: «Βαλμά, Βαλμά!» «Ορίστε αφέντη σκατοφάη!» «Τι τα ‘κανες ορέ κείνα τα παλιάλογα που σο ‘δοκα να τα ποτίσεις;» «Τα πήγα στο βάλτο να τα ποτίσω και βούλιαξαν, και σ’ έφαε ο λύκος κι εσένα κι αυτά.» «Τα τομάρια ορέ τι τα ‘κανες;» «Τα φύλαξα για να τά εις να σκεπαίνεσαι.» «Τα άντερα τι τά ‘κανες ορέ;» «Τα ‘κανα τριχιές για να ζαλώνετε η γυναίκα σου.» Ήλεγαν και καμιά βολά ότι τσι πάαινε στη γνώμη κείν’ την ώρα. Νευρίγιαζε κατόπι ο αφέντης, και κυνήγαγε το Βαλμά να τον βαρέσει με το λορί, και τσ’ έπερε σβάρα όλους.
ΚΑΒΑΛΤΣΟΥΡΑ: Στην καβαλτσούρα, κάθουνταν 5-6 άντρες κύκλο, τσιουλωμένοι με τα κεφάλια ψω μέσα, κι έκαναν τη γομάρα. Ένας έρχουνταν γύρα με δυο λοριά σμιγμένα, και φύλαε να μην καβαλκέψει καένας. Όποιος ζιύγωνε, τον πετσόκοβε με το λορί. Όπου τον έπαιρε. Στα μούτρα, στσι πλάτες, στα ποδάρια! Άμα κατάφεραν να καβαλκέψουνε από την άλλη ομάδα, έχαναν και κάθουνταν οι άλλοι να κάνουν τη γομάρα.
ΚΑΤΣΙΚΑΡΙ: Στο κατσικάρι, κάθουνταν άντρες και γυναίκες όλοι στη αράδα στο πεζούλι, και διάβαινε ένας με το λορί στο χέρι, κι έκανε πως άφηνε ένα κατσικάρι μεσ’ τη χούφτα τα αλλουνού. Ώσπου τ’ άφηνε στον πάτο σε κάποιονε, και κατόπι ρώταγε ποιος το χενε. Άμα δεν το ‘βρισκες, έτρωγες μια με το λορί στην απαλάμη. Άμα το ‘βρισκες, έτρωγες τρείς γερές μ’ όλη τη δύναμη, κι έπαιρνες το λορί. Πάαινε το ξύλο, τρεις παράδες.
ΝΤΜΠΡΟΥ: Στο ντμπρου, πιάνονταν οι άντρες απ’ τη μέση, μισοί από τη μια μεριά, και μισοί από την άλλη, και τράβαγαν οι μισοί τσ’ άλλνούς τσι μισούς, και φώναζαν: «ντμπρουουου… στη λούτσα!». Κανόνιζαν να ρίξουνε η μια ομάδα την άλλη μεσ’ τη λούτσα, αλλά στον πάτο έμπαιναν όλοι μέσα. Το βελόνι ήτανε όμοιο με το κατσικάρι. Μόνο που όταν ρώταγαν ποιος το χει, έπιαναν το ποδάρι του διπλανού ο καθένας απ’ το γόνα, και το βάρεγαν στο σιάδι με τη μπάτσα. Έβγαζαν τα κουφά, κατως μας ήλεγε ο μακαρίτης ο πάππου Αρστείδης, γιατί εγώ δεν το θυμιέμαι αυτό το παιγνίδι.
ΧΑΨΑΣ: Κατόπι ήφερνε ένας γύρα μ’ ένα αυγό διαβασμένο στο ράμμα, κρεμασμένο σ’ ένα σκόπι, κι έκανε το χάψα. Και τήραγαν να το χάψουνε, όλο με τα τσιέφλια καμιά βολά. Μας τον έκαναν και στο σπίτι οι μάνες το χάψα, και τηράγαμαν ποιος θα μπορέσει να το χάψει, για να το φάει στον πάτο.
(Απόσπασμα από το κείμενο "Η εποχή του πλαστικού" του παπα-Γιώργη μας)
Πηγή: Από τη σελίδα της Ραβενής στο facebook το οποίο έγραψε η Eleni Tzortzi