Έχουν περάσει χρόνια πολλά από τότε που διάβηκα από τους τόπους τούτους, με τα πανύψηλα βουνά και τα μαύρα ποτάμια, που κάνουν τον κύκλο τους, ποτίζουν τις μικρές κοιλάδες και χύνονται στο Ιόνιο. Μια απόμερη γωνιά της Ηπείρου είναι η Θεσπρωτία...
Αποξεχασμένη, φτωχή κι οι άνθρωποί της ζουν κοντά στον αέρα και στον ήλιο σκαρφαλωμένοι στα βουνά της Μουργκάνας, στα κατσάβραχα της "χαίτης" του μεγάλου μαύρου βράχου κι αναπνέουν την παρθένα πάχνη μαζί με τα όρνια και τρώνε το σκληρό ψωμί της μπομπότας, κι η ψυχή τους είναι σιμά στους πανάρχαιους θρύλους του Κάτω Κόσμου. Κι είναι η Θεσπρωτία η Ελλάδα. Εδώ, κατάπρωτα, ακούστηκε το εύηχο τούτο όνομα που η επίδρασή του στον κόσμο ήταν τόσο βαθειά και τόσο μεγάλη!
Στην Παραμυθιά τοποθετούν την αρχαία πόλη Ελλάς ή Σέλλα. Εδώ βρίσκεται και το χωριό Σέλλιανη και ο Κωκυτός ποταμός που τον καλούσαν στην αρχαιότητα Σελλήεις. Και έχουμε πάλι εδώ τούτο το ανακύκλισμα, που μοιραία το συναντάς και στο πιο ασήμαντο χωριουδάκι της χώρας μας. Η μυθολογία καβαλά την ιστορία και το θρύλο, ξεπερνά το παραμύθι και τη στοματική παράδοση και φαίνει τα περασμένα, τα σημερινά και τα μελλούμενα...
Τώρα που γράφω για τούτα τ' απόκρημνα βράχια, έχω χερακώσει όλο τον όγκο της Θεσπρωτίας μεσ' την ψυχή μου και τον σφίγγω και τον αγαπώ και τον ζεσταίνω και δε θέλω να χάσω από τη σκέψη μου ωραίες θύμησες.
Τα βράδια τα χειμωνιάτικα, στο Φιλιάτι, θυμούμαι ένα λιόφυτο με πηγολαμπίδες τρελές, τα φιλόξενα σπίτια, τα χιόνια, τα νερά του Καλαμά, την θωριά του Φοινικικού, τους Σταυρούς του Πατροκοσμά, τα πανηγύρια του Όσιου Νείλου και του Αϊ-Δονάτου.
Μα όταν μιλήσεις για Θεσπρωτία στο νου σου θα πρέπει νά 'χεις τη Μουργκάνα. Το τεράστιο τούτο βουνό-θεριό καλύπτει με τον όγκο του το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου.
Στη ράχη του, σαν μανιτάρια, έχουν φυτρώσει ένα σωρό χωριά που κρατούν καθένα και από μια γαλανόλευκη που ποτέ δεν την κατέβασαν, κι ας είχαν να παλέψουν με την Τσαμουριά και τους Αλβανο-τσάμηδες, την πιο σκληρή φάρα των Τούρκων.
Οι Αλβανοτσάμηδες φέρνουν στον νου μου το θρύλο ενός παλικαριού, που ήρθε απ' την Κρήτη και μαζί με τους Θεσπρωτούς ξεκαθάρισε τον τόπο απ' τους σκληρούς μπάσταρδους Τούρκους.
Ύστερα από χρόνια το γνώρισα το παλικάρι. Το Μάρκο Δελληγιαννάκη, που ζούσε στο Ρέθυμνο κι έμοιαζε στα γεραθιά του σαν ξεδοντιασμένος λιόντας. Σαν πήγα να τον δω και τού 'πα για την Τσαμουριά, τη Μουργκάνα και την Παραμυθιά, το παλικάρι έκλαιγε σαν μωροπαίδι. Κι ένα πρωινό ολόκληρο, κάτω απ' τον ίσκιο μιας μουριάς μού 'λεγε τα τσαλήμια και τα τσάπια που αξίωσε στους άγριους Τουρκαλβανούς ώσπου τους πέρασε μια μπαταριά κοντά στη Μενίνα, τους ξέκανε κι ανάπνευσε η Θεσπρωτία.
Ό θρύλος του Δεληγιαννομάρκου ζει ακόμα στα μέρη της Παραμυθιάς. Ζουν τα βαφτιστήρια του, ζουν τα σπίτια που τον φύλαξαν και τον αγάπησαν και τον τίμησαν. Νταϊλίκι μυρίζει τούτος ο τόπος, που οι Αρχαίοι τοποθετούν την πόρτα του παλατιού του Άδη. Τα βουνά, είναι μεγάλα. Τα φαράγγια βαθιά, κι η ψυχή γεννιέται λεύτερη και δε φοβάται το Χάρο, γιατί από αιώνες τον έχει συνηθίσει και παίζει μαζί του χωρίς να τον τρέμει. Στα λημέρια του Φαναριού, που περνά ο Αχέροντας και σμίγει με τον Κωκυτό, ανοίγονται βάραθρα άπατα, που τα νερά πέφτουν και δεν ξαναφαίνονται.
Εδώ, είναι τα ερέβη τ' αξεδιάλυτα του Άδη. Ο Όμηρος λέει πως η Κίρκη συμβουλεύοντας τον Οδυσσέα, του λέει πως για να βρει το παλάτι του Άδη, θα πρέπει ν' αφήσει το Βοριά να τον οδηγήσει: «Όταν ο Βοριάς, λέει, θα έχει πάει το πλοίο σου, ανάμεσα απ’ τα κύματα του Ωκεανού, στις ταπεινές ακτές και το ιερό δάσος της Περσεφόνης, με τις μεγάλες λεύκες και τις άκαρπες ιτιές, έβγα στη στεριά και πήγαινε στο βασίλειο του Άδη. Εκεί ενώνονται με τον Αχέροντα ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, που πηγάζει από τη Στύγα. Ένας βράχος δείχνει τη συμβολή αυτών των δύο πολυθόρυβων ποταμών».
Τούτος ο ποταμός, ο Αχέροντας, που τα νερά του βροντούν στο χάος, πέφτει απ’ τα ψηλά βουνά του Σουλίου. Περνά ρεματιές, ανθισμένους λειμώνες, τα νερά κάνουν στροφές και γάγλες και ύστερα τραβάει ή ουρά του σε στοές, παίζει, χάνεται και ξαναπροβάλλει σαν νεροφίδα στο φως και φτάνει κοντά στην αρχαία πόλη Εφύρα, σχηματίζοντας ένα τέλμα αποπνικτικό. Εδώ είναι η μια πόρτα του Κάτω Κόσμου. Τις ψυχές των ανθρώπων ολόγυμνες τις έφερνε εδώ με τη βάρκα του ο Χάρος. Έπαιρνε τον οβολό τους και τις παράδινε στην εξουσία του χθόνιου θεού.
Είναι να ξεστρίψει ο νους τ' ανθρώπου με τη φαντασία τούτων των ανθρώπων. Τα πάντα τα ωραιοποιούν και τα δικαιώνουν αισθητικά. Λένε πως μια μέρα σ' ένα λιβάδι δροσερό, ξεπετάχτηκε ένας πεντάμορφος λευκός υάκινθος -ένα διαντσέτο- που απ' τη ρίζα του άρχιζαν εκατό μπουμπούκια, που σαν άνοιξαν γέμισε μυρωδιές, γλύκα και μόσκο ο αέρας. Και το διαντσέτο -τον υάκινθο-, τον ζήλεψαν οι άνθρωποι και η Περσεφόνη, η κορούλα τής θεάς Δήμητρας, άπλωσε το χέρι να κόψει το μαγικό λουλούδι με τα εκατό πρόσωπα. Μα εκείνη την ώρα άνοιξε η γης και κατάπιε το λουλούδι και το κοράσι.
Το χρυσό άρμα του Άδη παίρνει τη μικρή Περσεφόνη και τη φέρνει εδώ κάτω στα μέρη του Αχέροντα. Μα επεμβαίνει η Δήμητρα και πετυχαίνει η κόρη να γυρίσει κοντά στο φως, στο παλάτι της μητέρας της. Κι ο ερωτευμένος Άδης τής παραγγέλνει φεύγοντας: -«Πήγαινε Περσεφόνη, γύρισε στη μαυροφορεμένη μητέρα σου... Σαν γυρίσεις εδώ, θα βασιλεύεις σε όλα όσα κινούνται και αναπνέουν, και θα σε τιμούν όλοι οι άλλοι θεοί. Πάντα οι άδικοι άνθρωποι θα τιμωρούνται, εκτός αν με θυσίες κερδίσουν την εύνοιά σου».
Ας αφήσουμε όμως τη χώρα των νεκρών, τον Αχέροντα, την Αχερουσία λίμνη, το νεκρομαντείο, κι ας ανέβουμε με την άνοιξη στο φως, στον αέρα και στα μυρισμένα χωριουδάκια της Μουργκάνας.
Ας ανηφορίσουμε στην Πλεσίβιτσα, στο χωριό της κυρα-Βασιλικής και του καπετάν Κίτσου Κονταξή. Τα γεφυράκια, τα ψηλά σπίτια της Πλεσίβιτσας, θυμούμαι. Την παλιά εκκλησία με τις λαϊκές τοιχογραφίες και το θρύλο της κυρα-Βασιλικής, που απλώνει τα φτερά του και καλύπτει το Πλαίσιο. Πώς η ομορφιά της ημέρωσε και πράυνε το λιοντάρι της Ήπειρος, τον Τεπελενλή, που σαν τη γνώρισε στα 1812 η καρδιά του έμεινε στα χέρια της, όπως κι η ψυχή του έμεινε στα δικά της χέρια, εκείνη την ημέρα που σαν αρνί τού πήραν το κεφάλι Φιρμανλή, αποκηρυγμένο, στο νησί των Φιλανθρωπηνών μ' εντολή του Πατισάχ. Πώς τη γνώρισε; Πολλά λέγονται και πολλά θρυλούνται...
Την είχαν κλέψει λένε, από το δάσος του Μπράνια, ένα πρωί οι Αρβανίτες. Τους πρόλαβε όμως ο καπετάν Γεώργης Κούνδουρος και τους σκόρπισε, ελευθερώνοντας την «τσούπρα» με τα ωραία μαύρα μάτια. Σε λίγο έφτασε στα ανάκτορα του Πασά, στα Λιθαρίτσια η δεκατετράχρονη κόρη της Μουργκάνας.
Ο Σπύρος Μελάς λέει πως η Βασιλική είχε «μέτριο ανάστημα, κανονικό, γραμμές αψεγάδιαστες, ασπράδες, διαφάνειες, χρώματα υγείας, μάτια μαύρα, μα χωρίς κόλαση, κι ένα χαμόγελο που ξαστέρωνε και τον πιο κλειστόν ορίζοντα. Το παράστημά της και το περπάτημά της είχαν μεγαλοπρέπεια, κάτι το λεύτερο κι επιβλητικό, το ασίκικο, που έκαμε τον λαό να τη λέει "ντελμπετέρισσα".
Ως και η ανάσα της είχε κάποια φυσική βουνίσια ευωδιά. Ο Αλής ήθελε στοργή, χάδι. Η ψυχή του είχε στομώσει απ' το αίμα και ποθούσε το ξάστερο γέλιο του παιδιού. Αυτό βρήκε στο κοριτσάκι της Πλεσίβιτσας.
Τ' αγάπησε και τού 'δωσε όλο το περίσσευμα της ψυχής του, ό,τι είχε απομείνει. Κι η Βασιλική τούτη την αγάπη τού γερασμένου λιονταριού την έστρεψε στους Χριστιανούς. Όλα όμως τούτα είναι για τους μακρινούς καιρούς. Σήμερα η Θεσπρωτία είναι φτωχιά, ξεχασμένη και το ψωμί στα βουνά το λένε ψωμάκι.
Τα σπίτια ρημάζουν. Στα δρομάκια κυκλοφορούν μόνο γριές και τ' αγόρια ξενιτεύονται μακριά, κι απ' τα ξένα στέλνουν για να συντηρηθούν τα λιανοπαίδια, κι η ψυχή να μη λυγίσει και ν' αντέξει στη φτώχεια και στα στοιχειά που τη χτυπούν αλύπητα.
Άνθρωποι, βουνά, φαράγγια, ξεπηδούν μέσα απ' τα σύννεφα και την πρωινή πάχνη αγνάντια απ' τ’ αλβανικά βουνά και τη θάλασσα του Ιονίου. Κι όλα τούτα τα στοιχειά έχουν μια ομοιογένεια και μια εξάρτηση ως τα συνοδεύει το αιώνιο τραγούδι της φυλής, που αντηχεί στη Μουργκάνα με τη φλογέρα του βοσκού όταν ο ήλιος κρύβεται στα βουνά της Βόρειας Ήπειρος.
Προσκύνημα στη Θεσπρωτία...
Έναν κόσμο πλούσιο από ιστορικές μνήμες που αγκαλιάζει μες στους κόλπους του ωραίους, προϊστορικούς καιρούς με μια προέκταση ως τα σήμερα και δεν αφήνει κανένα κενό, με τόσες συγκινήσεις, δεν μπορείς να τον ξεχάσεις εύκολα.
Έτσι παρουσιάζονται τούτα τα μεγάλα βουνά, τα βαθειά φαράγγια τ' άγρια, οι βαθειοί ποταμοί, οι μαύροι κι άγριοι, που χρόνια ατέλειωτα τρώνε τη λίγη άσαρκη γη τους. Τούτος ο τόπος, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια γέννησε τους πανάρχαιους Θεσπρωτούς που η ιστορία τούς δέχεται σαν τους πρώτους, κατάπρωτους Έλληνες.
Περιτρέχω τούτον τον Ελληνικό χώρο της Θεσπρωτίας που απ' τη μια συνορεύει με τον Αχέροντα κι απ' την άλλη τον γλυκαίνει το Ιόνιο με τα γαλάζια του κύματα.
Προ καιρού δυο μερόνυχτα στην Γουμενίτσα απ' τ' ανοιχτό παράθυρό μου χάρηκα τις μεταμορφώσεις τ' ουρανού που έπεφτε στην θάλασσα κι έπαιζε με τα νερά και πάλευε, κι έσμιγε ερωτικά η βροχή με τ’ αλμυρό νερό και τα σύννεφα γελούσαν κι ύστερα έκλαιγαν. Βρέχει σε τούτα τα μέρη ασταμάτητα, μέρες ολόκληρες, χωρίς μιας ώρας εβγιάς.
Κι οι βροχές κινούν τους ποταμούς, κι ο Καλαμάς κατεβάζει μαυροκόκκινα νερά και βάφει τη θάλασσα και τις ακτές της Κέρκυρας.
Κι η άνοιξη φτάνει απότομα, στις αρχές του καλοκαιριού, και ζώνει τα βουνά που αχνίζουν και η άγρια Μουργκάνα καλύπτεται με μενεξέδες και κίτρινα ανθάκια που μοσκοβολούν. Τους μάζευα αυτούς τους μωβ μενεξέδες και τους φύλαγα μες στο σημειωματάριό μου και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια η μυρωδιά τους μου δίνει έντονα την παρουσία εκείνων των τόπων.
Όλο το περίγραμμα των βουνών, των ποταμών, της θάλασσας του Ιονίου, η παράδοση, το σφιχτοδένει με το τοπίο, με τη βιαστική εντύπωση, κι οι θρύλοι κι η φτώχεια, κι οι άνθρωποι οι βασανισμένοι, κι οι παλιές πολιτείες και τα πλατάνια της Γουμενίτσας και τα σπίτια της Παραμυθιάς και το ύψος των Φιλιατών και τα ωραία χωριά της Μουργκάνας και τα βράχια της Σαγιάδας, είναι αναμνήσεις γλυκιές που δεν ξεχνιούνται.
Θυμάμαι ένα Πάσχα που το πέρασα στο Γηρομέρι, ένα γραφικό κεφαλοχώρι με πανύψηλα σπίτια, πεντακάθαρα, που το ξεχώρισε ο Ευπατρίδης Όσιος Νείλος ο Εριχιώτης, που στα 1285 έφτασε εδώ απ' την Κωνσταντινούπολη και θεμελίωσε ένα ωραίο Μοναστήρι που γρήγορα έγινε σπουδαίο πνευματικό κέντρο με την ονομαστή σχολή του, την βιβλιοθήκη του, τους σοφούς καθηγητές του που δεν άφησαν να πέσει το φρόνημα των Ελλήνων στους μαύρους χρόνους της σκλαβιάς.
Ο Ηγούμενος του Γηρομερίου έφερνε τον τίτλο του Πατριαρχικού Εξάρχου. Ο Παύλος Αραβαντινός, λέει κάπου στη «χρονογραφία της Ηπείρου» πως στα χρόνια του Aλή Πασά ο Πατριάρχης ύψωσε τον Έξαρχο του Γηρομερίου σε Επίσκοπο. «Μα σαν ήρθε στα Γιάννενα πρώτος Επίσκοπος ο Βυζάντιος να δώσει τ’ αναγνωστήρια έγγραφά του στον Αλή και να φύγει για τη θέση του, συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι ήταν πράκτορας της Ρωσικής Πρεσβείας με σκοπό να εξεγείρει σ' επανάσταση τους Χριστιανούς και αποκεφαλίζεται». Σπουδαίους Ιεράρχες έβγαλαν τούτα τ' αδύναμα χώματα.
Απ' το Πλαίσιο, την παλιά Πλεσίβιτσα, κατάγονταν ο περίφημος Πατριάρχης Άνθιμος Τσάτσος. Τά 'χω γυρίσει παθιά παθιά τούτα τα χωριά της Μουργκάνας: Λυκογιάννη, Γκελήλ, Λιά, Άγιοι Πάντες, Τσαμαντάς, Πόβλα. Με τα κυάλια από εδώ βλέπεις τ' Αλβανικά χωριά. Απ' το Λυκογιάννη νομίζω αγνάντεψα την Αλβανική Κονίσπολη.
Η Πόβλα είναι φυτεμένη σε μια πλαγιά. Οι άνθρωποί της ξενιτεύονται και από τις μακρινές τους Πατρίδες στέλνουν στο χωριό τις οικονομίες τους και το στολίζουν με σκολειά, εκκλησίες, υδραγωγεία. Από δώ απ' την Πόβλα ξεκίνησε ο Νικόλαος Παπανίκας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Προύσσης Ναθαναήλ, που με την πλούσια παιδεία του αναδείχθηκε σε σπουδαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία «την οποίαν εξέθρεψαν τα ήρεμα ενδιαιτήματα των Μονών της Θεσπρωτίας».
Σπούδασε στην Ζωσιμαία των Ιωαννίνων και αργότερα στην Αθωνιάδα του Όρους και άρχισε τη σταδιοδρομία του ως Ηγούμενος της Μονής Ραγίου απ' το 1864 έως το 1870 που την έκαψαν οι Τούρκοι και που την ξανάχτισε. Το 1873 ο Ναθαναήλ έγινε Πρωτοσύγγελος του Μητροπολίτη Δέρκου Νεόφυτου και του Πατριαρχεύσαντος Ιωακείμ του Δ'. Τρεις Μητροπόλεις εποίμανε θεοφιλώς τούτος o Άγιος Ιεράρχης. Την Μητρόπολη των Σερρών, της Προύσσης και της Νικόπολης και Πρέβεζας. Δυο φορές το 1894 και 1907 εχρημάτισε τοποτηρητής του Πατριαρχικού θρόνου.
Σαν έρθεις στην Πόβλα θα δεις την προτομή του να κοιτάζει μακριά τα Ελληνικά εδάφη της Βόρειας Ήπειρος και να εξετάζει με το χάλκινο βλέμμα του τον ορίζοντα.
Μου είπαν εκεί ότι είναι μερικές μέρες που όταν είναι καθαρός o ορίζοντας και τ' αλβανικά βουνά φαίνονται καθαρά, τα μάτια του Δεσπότη δακρύζουν για μια στιγμή κι ύστερα ο ήλιος πίνει το κλάμα προτού προφτάσει να πέσει στο χώμα.
Οι χωρικοί της Πόβλας λένε ότι ο Δεσπότης κλαίει και δέεται για τη σκλαβωμένη Βόρεια Ήπειρο. Είναι να τους θαυμάζεις τούτους τους ανθρώπους των ψηλών βουνών και των βαθειών χαραδρών.
Στ’ άγια, στα παρθένα στήθια τους, έχουν κλείσει την ιδέα του θεού και της Πατρίδας κι αγαπούν παράφορα τούτα τα ξεπλυμένα χώματα που τά 'χουν ποτίσει τόσες φορές με το αίμα τους.
Τούτο το προσκύνημα στη Γη της Θεσπρωτίας θ' αφήσει στην ψυχή τον μοσχοβολημένο αέρα των ψηλών, αγέρωχων βουνών και των αγνών, απλοϊκών ανθρώπων που με μια θεϊκή καρτερικότητα στέκουν αγνάντια στα βουνά περήφανοι και δυνατοί όσο κι εκείνα.
Του Κυριάκου Μητσοτάκη (1932-1972)
ΕΚΔΟΣΗ 1970
Με τη μέριμνα του Αντώνη Βενέτη
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΤΟΛΜΗ" ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ
Πηγή: ΡΑΔΙΟ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑ 89,2