Ένας αητός περήφανος,
ένας λεβενταράς,
δώθε η Μουργκάνα τού μιλά,
τον χαίρεται ο βοριάς,
πέρα τον καμαρώνουν τα ψηλά
βουνά της Τσαμουριάς.
-Γεια σας, βουνά, ψηλά βουνά,
χωροφυλάκοι του ντουνιά !
-Γεια σου, λεβε-λεβενταρά,
μπράτιμο που 'χεις το βοριά !
........................................
Ένας αητός περήφανος,
ένας λεβενταράς,
μοιάζει, μανούλα μ' , Μπότσαρης,
μάνα μ', Νικηταράς,
κι αν κάνει πως προσεύχεται, στο Θεό
μανίτσα μου, Αη-Λιας !
-Γεια σας, αστέρια κι ουρανέ
που δεν θα σβήσετε ποτέ !
-Γεια σου, λεβε-λεβενταρά,
Αρχάγγελε χωρίς φτερά !
ένας λεβενταράς,
δώθε η Μουργκάνα τού μιλά,
τον χαίρεται ο βοριάς,
πέρα τον καμαρώνουν τα ψηλά
βουνά της Τσαμουριάς.
-Γεια σας, βουνά, ψηλά βουνά,
χωροφυλάκοι του ντουνιά !
-Γεια σου, λεβε-λεβενταρά,
μπράτιμο που 'χεις το βοριά !
........................................
Ένας αητός περήφανος,
ένας λεβενταράς,
μοιάζει, μανούλα μ' , Μπότσαρης,
μάνα μ', Νικηταράς,
κι αν κάνει πως προσεύχεται, στο Θεό
μανίτσα μου, Αη-Λιας !
-Γεια σας, αστέρια κι ουρανέ
που δεν θα σβήσετε ποτέ !
-Γεια σου, λεβε-λεβενταρά,
Αρχάγγελε χωρίς φτερά !
Αητός αητό δασκάλευε,
απάνω στη Μουργκάνα,
με τεφτεράκια πέτρινα
και μολυβάκια-κράνα :
"-Εδώ να κάτσεις , μάγκα μου,
μέχρι που να πεθάνεις,
με τ' άστρα και την παγωνιά,
φίλος και πεχλιβάνης... "
"...Στα χίλια μέτρα καίγεσαι,
στα πεντακόσια λιώνεις,
στον κάμπο ξεροψήνεσαι
και πέφτεις και πετρώνεις."
.............................
Του σκάει ο κάμπος πονηρός,
χαμόγελο πλατίνα.
Λιμάρει τα νυχάκια του
και μπαίνει στην Αθήνα.
Λειώνει σαν ζαχαρίτσα στους
διακόσιους φαρενάιτ.
Γίνονται τα φτεράκια του,
δυο τσάντες σαμσονάιτ.
Ταχιά φοράει κουστουμιά,
ταχιά γίνεται γιάπης,
ταχιά πουλάει τη μάνα του
ταχιά τα δάκρυά της...
απάνω στη Μουργκάνα,
με τεφτεράκια πέτρινα
και μολυβάκια-κράνα :
"-Εδώ να κάτσεις , μάγκα μου,
μέχρι που να πεθάνεις,
με τ' άστρα και την παγωνιά,
φίλος και πεχλιβάνης... "
"...Στα χίλια μέτρα καίγεσαι,
στα πεντακόσια λιώνεις,
στον κάμπο ξεροψήνεσαι
και πέφτεις και πετρώνεις."
.............................
Του σκάει ο κάμπος πονηρός,
χαμόγελο πλατίνα.
Λιμάρει τα νυχάκια του
και μπαίνει στην Αθήνα.
Λειώνει σαν ζαχαρίτσα στους
διακόσιους φαρενάιτ.
Γίνονται τα φτεράκια του,
δυο τσάντες σαμσονάιτ.
Ταχιά φοράει κουστουμιά,
ταχιά γίνεται γιάπης,
ταχιά πουλάει τη μάνα του
ταχιά τα δάκρυά της...