[Ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό και πολιτισμικό κείμενο που περιγράφει με γλαφυρότητα και πολύ παραστατικό τρόπο το ταξίδι των κοπαδιών των βλάχων του Κεφαλόβρυσου από το ορεινό Πωγώνι στα πεδινά της Θεσπρωτίας και μας δίνει πολλές χρήσιμες πληροφορίες για όλη αυτή τη διαδρομή, η οποία θα μπορούσε σήμερα να αποτελέσει τον οδικό άξονα που θα συνέδεε την περιοχή των Φιλιατών και της Μουργκάνας με το Πωγώνι και την οδική αρτηρία Κακαβιά - Γιάννενα δηλ. την Ιόνια Οδό.
Άλλωστε, όπως αποδεικνύει και η ιστορία, οι δυο αυτές περιοχές, Πωγώνι και Μουργκάνα / Φιλιάτες, ήταν από πάντα αλληλένδετες και αποτελούσαν η μία συνέχεια της άλλης και εντάσσονταν και οι δύο στον αρχικό σχεδιασμό ΚΑΙ της Εγνατίας Οδού η οποία τελικά δεν ακολούθησε ποτέ τις όχθες του ποταμού Καλαμά...]
ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ*
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΡΟΥ
*αναδημοσίευση από τα “Πωγωνιακά Χρονικά”, Τόμος 2, 1996
...Όσα (κοπάδια) ξεκινούσαν από το Κεφαλόβρυσο και τα γύρω από αυτό μέρη, κάνανε το πρώτο κονάκι στο Μέγα (la kebu di la mega) ή στην τοποθεσία Λέπενο, το άλλο κεφαλοχώρι του Πωγωνίου που καταστράφηκε από Τουρκαλβανούς τον 18ο αιώνα.
Από κεί κατέβαιναν στο Ρέμα Γαλάνη, και διέσχιζαν την γραφική κοιλάδα του Γυφτοπόταμου μέχρι την Κάτω Λάβδανη. Ο Γαλάνης ήταν Λιάπης και λέγονταν Ζέπας που αλλαξοπίστησε και είχε τα μαντριά του σε τούτο το μέρος.
Η διαδρομή μέσα από αυτή την κοιλάδα είναι μαγευτική. Τα πρώτα νερά του Γυφτοπόταμου ξεκινούν από τον αυχένα του Αη Νικόλα, μαζεύει νερά από τους λοφίσκους του Κασιδιάρη και της Μουργκάνας, διασχίζει την μικρή κοιλάδα με τα χέρσα χωράφια και κάτω από βαθύσκια πλατάνια συναντά, πέρα από το Ρέμα Γαλάνη, τον Yρίνο και από εκεί στο Αργυρόκαστρο και Ιόνιο.
Ο κακοκουρεμένος Κασιδιάρης, από την αριστερή μεριά και ο αγριωπός όγκος της Μουργκάνας, από τη δεξιά μεριά, όρθιοι σαν μυθικοί γίγαντες, που ζυγιάζει ο ένας τη δύναμη του άλλου, μοιάζουν να δείχνουν τον δρόμο στους αιώνιους τόπους ανεβοκατεβάτες, τους ≪κάρτα-πολυπλάνητες≫ και να τους προστατεύουν από τους κακούς δαίμονες και τα στοιχεία της φύσης, ενώ η Παναγιά πάνω απο το μοναστήρι του Μακραλέξη, χτισμένο στις μούργκες πλαγιές της Μουργκάνας από την εποχή του Βυζαντίου, στέλνει το αιώνιο γλυκό της φως πάνω από τα κοπάδια και τις οικογένειες τους.
Έχοντας την Στρατίνιστα αριστερά και την Καστάνιανη δεξιά εκεί κοντά στην γέφυρα που ενώνει τώρα τα δυο χωριά κάνουν το δεύτερο κονάκι.
Από κεί περνούσαν το ρέμα της Άσπρης, άφηναν αριστερά το Ψηλόκαστρο, Yημοκόρη, Λάβδανη μέχρι τον αυχένα του Αη-Νίκο, Κάτω Λάβδανης, όπου εγκατέλειπαν την κοιλάδα του Γυφτοπόταμου, άφηναν αριστερά το χωριό Βρίστοβο και ακολουθούσαν την κοιλάδα Λαγκαβίτσα, παραπόταμου του Καλαμά μέχρι την Κάτω Λάβδανη, όπου κάνανε το τρίτο κονάκι, αυχένα του Αη Νικόλα.
Μετά, περνούσαν τις δυο μικρές πέτρινες γέφυρες της Κάτω Λάβδανης, κι ακολουθούσαν το ρέμα του Κοσοβίτικου ποταμού, που πηγάζει από το χωριό Κοσοβίτσα της Β. Ηπείρου, δέχεται τα νερά των πηγών της Μουργκάνας και των Νότιων αντερισμάτων του Κασιδιάρη, λίγο παρακάτω πλουτίζεται με τα νερά των πηγών του Κεφαλόβρυσου που οι Βλάχοι το λένε Isvuru etsel lailioy (πηγή με τα μαύρα νερά) και παραπάνω από την Βροσύνα χύνεται στον Καλαμά και από εκεί στο Ιόνιο.
Όσο ωραία ήταν τούτη η διαδρομή την Άνοιξη, μέσα από θεόρατα πλατάνια και πλούσιους βοσκότοπους της κοιλάδας, τόσο γίνονταν κόλαση, το Φθινόπωρο όταν έβρεχε και πλημμύριζαν τα ποτάμια και λάσπιαζε ο τόπος, ιδίως από την Γλούστα μέχρι το Βορτόπι.
Η διαδρομή άφηνε δεξιά τα χωριά Κουρεμάδι, Λίστα, ενώ αριστερά απέναντι από το ποτάμι ήταν το χωριό Τσιμπουκάτες (Καλλιθέα) ακολουθούσε πότε την δεξιά και πότε την αριστερή κοίτη του ποταμού, μέχρι τις πηγές Κεφαλόβρυσου, οπότε έπιαναν την δεξιά κοίτη, διότι μετά τον εμπλουτισμό του από τις πηγές, το ποτάμι γίνονταν αδιάβατο και κάνανε το τέταρτο κονάκι στο εκκλησάκι της Παναγιάς, ή στην θέση Λία Ντούκα.
Η τοποθεσία πήρε το όνομα της από τον Κεφαλοβρυσίτη Βλάχο Λία Ντούκα, που δολοφονήθηκε από ληστές στην εκκλησία της Παναγίας. Τούτος έρχονταν από την περιοχή της Τσαμουριάς, με πολλούς άλλους Κεφαλοβρυσίτες και με πολλά ζώα φορτωμένα λάδι και σε συμπλοκή που έγινε σε αυτό το μέρος οι ληστές σκότωσαν τον Λία Ντούκα και τραυμάτισαν αρκετούς άλλους της παρέας του.Από εκεί η πορεία εξακολουθούσε έχοντας αριστερά το ποτάμι της Αγ. Μαρίνας που μετά τον εμπλουτισμό του από τις πηγές του Κεφαλόβρυσου, αλλάζει όνομα και λέγεται Λαγκαβίτσα, αφήνουν δεξιά το χωριό Γλούστα (Κεφαλοχώρι) περνούσε μέσα από τους λασπότοπους των οικισμών Γιωτάτικα, Εξαρχάτικα, Λαπάτικα, αφήνει δεξιά το χωριό Γαρδίκι, κόβουν κάθετα τον δημόσιο δρόμο που συνδέει τα χωριά της Μουργκάνας με την Βροσύνα, περνάνε το Ρέμα Τουρίτσας, που έρχεται από το Μπαμπούρι και στο ύψος του χωριού Τσιμπουκάτες, εγκατέλειπαν την κοίτη του Λαγκαβίτσα και ανηφορούσαν τις πλαγιές του όρους Βελούνα, όπου στο ύψωμα αλώνι δίπλα από την εκκλησία κάνανε το πέμπτο κονάκι.
Τούτη είναι η πιο δύσκολη και κοπιαστική διαδρομή, ιδίως το Φθινόπωρο, διότι ο δρόμος από το Γαρδίκι μέχρι το ρέμα Τουρίτσα, είναι βαλτώδης και τα ζώα, φορτωμένα όπως ήταν βάλτωναν στην λάσπη και πολλές φορές ήταν αδύνατο να προχωρήσουν και η κατάσταση γινόταν αφόρητη όταν για να τα βγάλουν από την λάσπη, αναγκάζονταν να τα ξεφορτώσουν και τούτο δεν ήταν καθόλου εύκολο διότι βούλιαζαν και οι ίδιοι μέσα στη λάσπη.
Άλλη μια δυσκολία ήταν το πέρασμα του ποταμού Τουρίτσα, διότι ήταν ένα ύπουλο ποτάμι. Οι ντόπιοι το περνούσαν μπαίνοντας μέσα σε ένα καλάθι που είχαν κρεμάσει πάνω σε ένα σχοινί, δεμένο σε πλατάνια της δεξιάς και αριστερής όχθης. Άλλοτε, περνούσαν πάνω σε μια πρόχειρη γέφυρα, καμωμένη από ξύλα και σχοινιά δεμένα σε κορμούς πλατάνων από τη μια μέχρι την άλλη όχθη. Το πέρασμα ήταν επικίνδυνο διότι έπρεπε να ισορροπεί κανείς πάνω στα δυο σχοινιά που ταλαντεύονταν λόγω της μεγάλης απόστασης.
Από τούτη τη γέφυρα περνούσαν μόνο οι οικογένειες. Οι Κεφαλοβρυσίτες όμως, πολλές φορές, αν το ρέμα είχε πολλά νερά από τις βροχές, αναγκάζονταν να περνάνε και τα πρόβατα πάνω από την ...αερογέφυρα.Τραβάγανε πρώτα το γκεσέμι πάνω στην αερογέφυρα, για να ακολουθήσει το κοπάδι. Οι λοιποί τσομπαναρέοι με φωνές άγριες, που γινόταν ακόμα πιο άγριες από τον αντίλαλο της χαράδρας και το συνεχές βουητό του ορμητικού χειμάρου, αλλά και από την απελπισία τους, όταν από το στριμοξίδι και την αγωνία κάποια πρόβατα παραπατούσαν πέφτανε στο ρέμα και χάνονταν στα θολά του νερά.
Άλλες φορές, πάλι περνούσαν τα κοπάδια μέσα από το ρέμα του ποταμού. Τότε πάθαιναν τις μεγαλύτερες ζημιές, διότι, όπως είπαμε, τούτο το ρέμα ήταν, ύπουλο, βουβό. Ενώ δηλαδή έδειχνε ήρεμο ξαφνικά αγρίευε και κατέβαζε θολούρα και κούτσουρα και παρέσερνε τα πρόβατα ακόμα και ανθρώπους...