Για να θυμηθούμε οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουνε οι μικρότεροι!!!
Πλησιάζοντας οι μέρες για την Καθαρά Δευτέρα, αναπολώ το χωριό μας κι όσα συνηθίζαμε να κάνουμε κείνες τις μέρες σαν παιδάκια...
Την Κυριακή της Τυρινής το πρωί εκκλησιαζόμασταν και κοινωνάγαμε.'Υστερα πηγαίναμε και ζητάγαμε συγνώμη απ' τους γονείς, τον πάππου, τη βάβω, τον νούνο, τη νούνα και απ' τη μανίτσα που μας ξεγέννησε, με τη φράση: ''σχώρα με''.
Με θυμάμαι σαν τώρα, παιδάκι, με τρόμο να λέω στον πάππου μου -Γιώργο Τζαβόπουλο- ''σχώρα με'' κι εκείνος με βρόντο ν' απαντά ''σχωρεμένη!''. Η βάβω μου η Χρυσούλα έλεγε ''Ο Θεός να μας σχωρέσ'''. Η νούνα απαντούσε ''την ευκή μου, την ευκή μου, να γένετε σαν τα ψηλά βουνά'' κι η μάνα μας -Καλλιόπη Γκόγκου- έλεγε ''την ευκή μου, μέσα απ'την ψυχή μου''.
Αυτό το έθιμο όπως κατάλαβα μεγαλώνοντας ξεκινάει απ' τη συγχωρητική ευχή που διαβάζεται στις εκκλησιές μας ακόμα, κάθε Κυριακή της Τυρινής, δίνοντας ένα παράδειγμα καλοσύνης και ανθρωπιάς προς τον διπλανό μας.
Στο σπίτι κείνη τη μέρα παίζαμε και το χάψα και συμμετειχε όλη η φαμίλια. Τη νύχτα ακολουθούσαν οι μπράτζες. Τρείς τις θυμάμαι. Πηδούσαν οι άντρες μαζί με τα ''παιδιά''. Οι υπόλοιποι χορεύαμε και τραγουδάγαμε..
Κι όπως δε λείπει ο Μάρτης απ τη Σαρακοστή, έτσι δε λείπαν και τα ''μαρτίτσια'' απ' τα χέρια μας που μας τα 'φτιαχνε η μάνα με τις κλωστές απ' τις βελέντζες. Τα φοράγαμαν για να ''μη μας κάψει ο Μάρτης'' κι όταν βλέπαμε το πρώτο χελιδόνι τ' αφήναμε πάνω στα πουρνάρια να τα πάρουν τα χελιδόνια και να χτίσουν τις φωλιές τους..''
Αχ! Ραβενή μου όμορφη
με τις παραλλαγές σου
που με κρατούν αιχμάλωτη
οι τόσες όμορφιές σου.
Υ.Γ.'Ενα μεγάλο μπράβο για την προσπάθεια που γίνεται να βρισκόμαστε κάθε χρόνο και να ζούμε τα έθιμά μας και κυρίως μπράβο που συμμετέχουν σε αυτό τα νιάτα του χωριού μας. Να 'στε καλά παιδιά μου, καλή Αποκριά και ευλογημένη Σαρακοστή. ''Σχωρέστε με''.
Πολυξένη Γκόγκου Παπακωνσταντίνου
Δημοσιεύτηκε στην ομάδα της Ραβενής στο facebook από την βίλλυ Παπακωνσταντίνου
«Ξύυυλα για τσι μπράτζες! Παλούουουκια από τσι χράφτες!»
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗ ΡΑΒΕΝΗ
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗ ΡΑΒΕΝΗ
Εκεί στο μισοχώρι κάναμαν και τσι «μπράτζες» τσ’ απόκριες.
Τα παιδιά μαζεύαμαν ξύλα απ’ όλο το χωριό από μέρες, όσο να γιομίσει ο πλάτωνας ως τη γκριμπότα. Πάντα τα μαζεύαμαν, λέγαμαν κι ένα τραγούδι, σα να φοβερίζαμαν:
«Ξύυυλα για τσι μπράτζες! Παλούουουκια από τσι χράφτες!»
Άχαε ο τόπος από τσι φωνές. Καμπόσες γυναίκες μας ήλεγαν μοναχές τους: «Διαβείτε κι από δω μωρέ σκασμένα να πάρετε τούταγια τα κλαρούδια!». Καμπόσες μας έδιναν καμιά τσιέτα, ούτε ζαλίκι καλά, καλά, όσο για να μας περγελάσουνε. Κόταγαν να μη δώκουν; Ήξεραν τη νύχτα τι θα τσι βρει. Ταχιά, πάντα σκόλαγαν τα ξύλα, μας έστελναν οι μεγάλοι να πάμε να κλέψωμε απ’ τσι θημωνιές.
Όποιος δεν είχε δώκει απ’ τη μέρα, την πλήρωνε τη νύφη πρώτος. Όλα τα πουρνάρια που είχε για το φούρο κι όλη τη θημωνιά μπορεί να σκώναμαν, χέρι με χέρι, άμα δε μας έπαιραν χαμπέρι! Μπροστά στην Εκκλησιά έκαναν οι μεγάλοι τη φωτιά τότες. Έφτανε η μπράτζα τα μεσουράνια. Γιόμιζε ο τόπος πιτσιλήθρες όταν έριναν καμιά κλάρα από πουρνάρι. Το καρβούνισμα πάαινε οριό. Άμα τήραγες σε καθρέφτη, σκιάζοσουν μαναχός σου. Εμείς τα παιδιά ντυνόμασταν κάμποσα με τίποτε ρουτιά, και μπουλώναμαν και τα μούτρα με κανα μαντίλι λάγιο από τσι βάβες. Άλλοι έφκιαναν προσωπίδες από χαρτόνια και μας έσκιαζαν.
Παντα νύχτωνε, αρχίναγαν οι μεγάλοι και τα αποκριγιάτικα τα παιγνίδια. Το Βαλμά, την καβαλτσούρα, το κατσικάρι, το βελόνι, το ντμπρου… Και κατόπι αρχίναγαν τα τραγούδια τσ’ απόκριγιας: το «ντάφκαρος και μαγκαβέλος», «μπροστινός όπου χορεύει», «τ’ Άγιο Γιάννη γιόρταζα», «μια γριγιά μονοδοντού» και άλλα. Χόρευαν και τον Ντελή παπά, με τον παππου Γιάννη - τον πάππου μου - μπροστά, και τραγούδαγαν με το στόμα. Χόρευαν και το «μωρέ Γιάννη Μπουκουβάλα» και τραγούδαγαν. Καμιά βολά ήφερνε το γραμμόφωνο ο μπαρμπα Βασίλης, και χόρευαν και με ταύτον.
Εμείς τα παιδιά δε λαρώναμαν! Ασιγούρευτα, πέρα, δώθε. Πααίναμαν πίσω από τσι πάππουδες που π'ρώνονταν στη στια, και ρίναμαν μέσα γκελέδες με κατούρι και κατσικάρια, κι έκαναν «Μπαμ!» και έβγαζαν τα δαυλιά όξω. Καίουνταν τα ταλαγάνια και οι βράκες, και τα φουστάνια των γυναικώνε, από τα καρβούνια που πετάουνταν. Πάαινε ο σκουσμός από τσι γυναίκες οριό. Μας έπαιραν κυνήγι απάνω τα σοκάκια κατόπι, με τα σκόπια και με τα λιθάρια, αλλά πού να μας πιάκουν. Χανόμασταν μεσ’ τα τζάτια, όσο που να ματά ‘ρθομε πάλε για ζουλούμια. Τσι τσιούπρες όλες τσι κάναμαν γκαμπράνι από τα καρβουνίσματα. Όλος ο κόσμος άντενε με τε μας, κατσιαούνια μας ήλεγαν!Καμπόσοι μεγάλοι κάθουνταν στην προύσια ως το πουρνό, που διάβαινε ο κόσμος για την Εκκλησιά. Γένονταν και άργανο απ’ τα ούζα καμπόσοι, γι αυτό.
(Απόσπασμα από το κείμενο "Η εποχή του πλαστικού" του παπα-Γιώργη μας)
Καλές απόκριες και καλή Σαρακοστή σε όλους!